Η Ντέπη αφότου έφυγε από το σπίτι με τα πράγματα της και τα λιγοστά χρήματα που πήρε από το συρτάρι του άντρα της έμεινε σε ένα ξενοδοχείο.
Τα λεφτά θα έφταναν για δύο εβδομάδες μόνο. Ύστερα από εκεί τι θα έκανε; Δεν είχε σκοπό να διεκδικήσει τίποτα από τον Αλέξη παρά το γεγονός πως αυτό θα ήταν κάτι σαν αποζημίωση για τα χρόνια που έχασε μαζί του.
Ίσως να έπρεπε να πάει να βρει τους γονείς της. Την μητέρα της δηλαδή, αφού ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν από πέντε χρόνια. Την είχε ενημερώσει η μητέρα της, η Ζωίτσα. Μα εκείνη της είπε ότι δεν θα πήγαινε ούτε στην κηδεία και της το έκλεισε στα μούτρα.
Παρόλα αυτά πήγε. Αλλά κρυβόταν τόσο καλά που κανένας δεν κατάλαβε την παρουσία της. Θα ένιωθε τύψεις αν δεν πήγαινε τότε. Στο κάτω κάτω, δεν είχε ξεχάσει τις ωραίες στιγμές που έζησε με τον πατέρα της πριν την αναγκάσουν και οι δύο να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπάει.
Θυμόταν ακόμη το πώς ένιωσε όταν είδε τον Νίκο να κάθεται σε ένα στασίδι της εκκλησίας σοβαρός. Μάλλον κι εκείνος τον είχε συγχωρήσει.
Ένιωσε τότε την επιθυμία να πάει να του μιλήσει, μα αρκέστηκε στο να τον βλέπει. Αυτό και μόνο της αρκούσε. Ήταν πολύ όμορφος. Με μια ώριμη, αντρίκια ομορφιά. Είχε μια γοητεία μέσα από το σοβαρό ύφος του.
Δεν τον ξανά είδε από τότε.
Καθόταν κι έπινε στο μπαρ του ξενοδοχείου. Έτσι όπως ξόδευε τα χρήματα στο ποτό θα αναγκαζόταν να φύγει πιο γρήγορα από το ξενοδοχείο. Εκείνη την στιγμή ήταν το τελευταίο που την ένοιαζε. Πήρε δύο μπουκάλια κι ανέβηκε στο δωμάτιο της. Ήθελε την ησυχία της. Ήθελε να πέσει στο πάτωμα χωρίς να καταλαβαίνει τι γινόταν γύρω της.
Τα ήπιε και τα δύο. Μα είχε πάθει ανοσία και δεν την έπιαναν. Ένιωθε μονάχα μια μικρή ζάλη.
Που να ήταν η Ελεάννα; Θα την έβλεπε ξανά ζωντανή ή θα της έστελναν το πτώμα της. Ή για την ακρίβεια θα την πετούσαν κάπου νεκρή χωρίς μια τελετή;
Άνοιξε για μια ακόμα φορά το μπαουλάκι. Βρήκε την κομματιασμένη φωτογραφία. Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό. Ήταν η μόνη φωτογραφία που αποδείκνυε πως κι αυτή κάποτε ήταν ευτυχισμένη. Πως αγάπησε κάποιον. Ευτυχώς οι επιστολές και το τριαντάφυλλο βρισκόταν ακόμα εκεί μέσα άθικτα και περιποιημένα.
Πήρε στα χέρια τις επιστολές. Δεν μπορούσε τις ξαναδιαβάσει απλά της αγκάλιαζε σφιχτά. Σαν να παρακαλούσε στην αγάπη τους να σώσει τον καρπό της. Την Ελεάννα.
Αν τότε είχε δεχτεί την πρόταση του να φύγουνε μαζί και να μην πράξει όπως ήθελαν οι γονείς της, όλα θα ήταν αλλιώς.
Άραγε τι να είχε απογίνει ο Νίκος; Ακόμη και στην κηδεία που τον είδε δεν τόλμησε να πάει να του μιλήσει για να μάθει τα νέα του. Ίσως αυτός να μην της κρατούσε κακία και να ήταν άνετος απέναντι της. Ίσως, να την ευγνωμονούσε κιόλας που έφυγε και ήταν αφορμή να ζήσει καλύτερα μακριά της.
«Πάψε» είπε στον εαυτό της. «Δεν θα ατιμάσεις την αγάπη σας επειδή δεν έχεις τα κότσια να παραδεχτείς ότι φταις. Μόνο εσύ φταις. Ούτε οι γονείς σου κι ας ήταν αυτοί ένα κίνητρο. Θα μπορούσες να το σκάσεις μαζί του τότε. Αλλά δεν το έκανες.»
Ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει με την μάνα της. Δεν της έδωσε ποτέ την ευκαιρία να της μιλήσει. Από την στιγμή που παντρεύτηκε δεν της ξανά μίλησε. Αυτό ήταν το δικό τους τίμημα. Μέχρι και στη βάπτιση της Ελεάννας δεν ήταν καλεσμένη.
Μια φορά που η Ελεάννα ρώτησε για τους παππούδες της, την αποπήρε κι έκτοτε η μικρή δεν την ξανά ρώτησε. Μετά άλλωστε δεν είχε και το θάρρος να ανοίξει κουβέντα στην απόμακρη Ντέπη.
Το πήρε απόφαση. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο σπίτι της μάνας της στο χωριό. Ήθελε να την δει και να της πει τα προβλήματα της. Ήλπιζε μόνο να μην την έδιωχνε, επειδή τους είχε ξεγράψει.
Αποκοιμήθηκε στην σκέψη αυτή και ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.
Καθόταν στο δωμάτιο του ανήσυχος. Περίμενε να φύγει ο παΤΕΡΑΣ του από το σπίτι για να πλησιάσει την μαμά του. Ήταν σίγουρος πως θα την παραξένευε. Καθώς ο ίδιος είχε να της μιλήσει σαν γιος προς μητέρα από εκείνο το καταραμένο βράδυ.
Άνοιξε το παράθυρο και στάθηκε μπροστά του. Έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσέπη του και το άναψε. Φύσηξε προβληματισμένος τον καπνό έξω. Μέχρι αισθάνθηκε την καύτρα στο χέρι του. Το έσβησε αμέσως. Θυμόταν τα λόγια της Ελεάννας. Πόσο δίκιο είχε.
Ξαφνικά, άκουσε την πόρτα να κλείνει και είδε τον μπαμπά του να παίρνει το αυτοκίνητο και να φεύγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτή η συζήτηση τον άγχωνε, αφού πλέον είχαν γίνει δύο ξένοι εξαιτίας του.
Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Συνήθως εκεί βρισκόταν η μαμά του και κοιτούσε αφηρημένη από το περβάζι τον κήπο.
Μόλις άκουσε τα βήματα του γύρισε και τον κοίταξε. Στην αρχή παραξενεύτηκε.
«Θέλεις να σου φέρω κάτι;» τον ρώτησε γλυκά.
«Όχι ευχαριστώ.» της είπε.
Η Βάνα τον κοίταξε καχύποπτα. Δεν ήταν ποτέ ευγενικός ο Σωτηράκης της. Πάντα την απόπαιρνε.
«Μαμά.» είπε και την πλησίασε. Αντί να συνεχίσει την πρόταση του την αγκάλιασε.
Εκείνη αρχικά ήταν σαστισμένη, όμως στην συνέχεια τον αγκάλιασε κι εκείνη σφιχτά.
«Πες μου τι σου συνέβη.» τον παρότρυνε να της μιλήσει για ότι τον απασχολούσε.
«Μαμά, ξέρεις ότι είμαι ένας φριχτός άνθρωπος αλλά αυτό που θα σου πω θα σε αποτελειώσει.» της είπε για να την προετοιμάσει.
Εκείνη του χάιδεψε το κεφάλι τρυφερά και του έκανε νεύμα να συνεχίσει.
«Γούσταρα και συνεχίζω να γουστάρω την Ελεάννα. Αυτή όμως δεν ανταποκρινόταν. Φταίω εγώ. Ο τρόπος μου ήταν απαίσιος. Μα αυτό που έκανα πιο μετά ήταν ακόμη χειρότερο. Κάποια στιγμή γνώρισε τον Χάρη. Τον ερωτεύτηκε και εγώ τους σιχάθηκα και τους δύο. Αποφάσισα να τους διαλύσω. Και για να το πετύχω απήγαγα σε συνεργασία με κάτι τύπους την Ελεάννα. Την βίασα δύο φορές. Και χαιρόμουν που την εξευτέλιζα και χαιρόμουν που της κατέστρεφα την ζωή. Και τώρα ενώ ξέρω ότι είμαι απαίσιος, δεν μετανιώνω που τα έκανα όλα αυτά.»
Η Βάνα τον κοιτούσε με γουρλωμένα τα μάτια.
«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.» έλεγε και ξανά έλεγε.
Ο Σωτήρης δεν απαντούσε. Ένιωσε ανακούφιση μόνο που τα είπε.
«Εγώ φταίω. Εγώ κι αυτός. Δεν έπρεπε να βλέπεις τότε Σωτήρη, δεν έπρεπε. Αλλά ποτέ δεν με άκουγες.»
«Εσύ γιατί ποτέ δεν πήρες την απόφαση να τον παρατήσεις και να φύγεις, παίρνοντας με από εδώ μέσα.» την κατηγόρησε.
«Ο πατέρας σου έχει τόσους γνωστούς και τόσα λεφτά που θα μας έβρισκε αμέσως. Τότε θα ήταν πολύ χειρότερα. Θα μας έσφαζε και τους δύο. Είναι τρελός.»
«Φοβόσουν δηλαδή. Ήσουν δειλή. Από σένα το πήρα.»
«Ναι ήμουν δειλή.» είπε κι έκλαιγε. Δεν έπρεπε να αφήσει τον Σωτήρη να γίνει έτσι. Έπρεπε να τον προστατέψει. Άθλια μάνα. Δεν έφτανε μόνο η αγάπη της. Έπρεπε να τον σώσει από εκείνο το επιβλαβές περιβάλλον.
«Δεν ξέρω τι να πω.»
«Αγόρι μου όλα μπορούν να αλλάξουν.» του είπε και του έπιασε το πρόσωπο για να τον κάνει την κοιτάξει βαθιά στα μάτια. «Μαζί θα τα καταφέρουμε. Έχεις δίκιο. Θα φύγουμε από εδώ. Θα του κάνω μήνυση και θα φύγουμε.»
Εκείνος τράβηξε απαλά τα χέρια της και τα άφησε να πέσουν παραιτημένα.
«Είναι πολύ αργά. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πια.»
«Μπορεί Σωτήρη. Θα πας τώρα να αφήσεις ελεύθερη την Ελεάννα και θα φύγουμε οι δύο μας κάπου μακριά. Θα χαθούμε σε ένα απόμερο μέρος και θα ζήσουμε ευτυχισμένα. Θα βρεις και μια καλή κοπέλα.»
«Μαμά ξύπνα. Μην ονειροβατείς. Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό. Ποτέ δεν θα νιώσω ευτυχισμένος. Πάντα κάτι θα μου λείπει. Δεν μπορώ να νιώσω ευτυχία. Δεν θυμάμαι καλά καλά τι σημαίνει. Και καμιά κοπέλα δεν θα αγαπήσει ένα κάθαρμα σαν εμένα. Όλα έχουν τελειώσει.»
Η τελευταία πρόταση την ανησύχησε πολύ. Τι εννοούσε;
«Μαμά σε αγαπάω. Κι ας μην το λέω πια. Σ' αγαπάω και εύχομαι όλα να πάνε καλά. Να αποδεσμευτείς από αυτό το σκουλήκι. Μια για πάντα και να ζήσεις ευτυχισμένη.»
Την αγκάλιασε σφιχτά για άλλη μια φορά. Της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και κίνησε να φύγει.
Όταν έφτασε στην πόρτα, άκουσε την φωνή της.
«Σωτήρη μου, μην κάνεις καμιά τρέλα.» του είπε ανήσυχη.
Εκείνος χαμογέλασε με θλίψη κι έκλεισε την πόρτα.
Βρισκόταν έξω από το πατρικό της. Τα πόδια της έτρεμαν ελαφρώς. Είχε να την δει από την κηδεία του πατέρα της και τότε δεν της είχε μιλήσει. Θέλησε να φύγει. Αλλά, δεν το έκανε. Χτύπησε αποφασιστικά το κουδούνι και κορδώθηκε.
Άργησε να ανοίξει η πόρτα λίγα λεπτά.
«Συγγνώμη, πότιζα την πίσω αυλή.» είπε η γυναίκα. Μα στην συνέχεια την παρατήρησε καλύτερα.
«Δέσποινα.» είπε συγκινημένη η Ζωίτσα.
«Ναι μαμά, εγώ είμαι.»
Η Ζωίτσα την αγκάλιασε σφιχτά ενώ παράλληλα έκλαιγε. Είχε να την δει πολλά χρόνια.
Η Ντέπη έμεινε απαθής. Αισθανόταν αρκετά άβολα.
«Πέρνα μέσα.» της είπε η μητέρα της αφού τελείωσε το αγκάλιασμα της.
Μπήκαν και οι δύο μέσα. Η Ντέπη κοιτούσε με θλίψη το χώρο. Ήταν ακριβώς ίδιος με τότε. Ένα δάκρυ κύλησε. Από όλα τα σημεία του σπιτιού είχε μια ανάμνηση.
«Σου λείψαμε καθόλου;» ρώτησε πονεμένα η Ζωίτσα.
«Μέχρι τώρα όχι. Μα σαν μπήκα εδώ μέσα, αισθάνομαι ότι μου έλειψαν τα πάντα.»
«Να φτιάξω καφέ;»
«Ναι να φτιάξεις.»
Η Ζωίτσα μπήκε στο μικρό κουζινάκι κι επέστρεψε ύστερα από λίγα λεπτά με ένα δίσκο στα χέρια. Άφησε τους καφέδες και τα κουλουράκια στο τραπέζι.
«Πες μου τα νέα σου.» την ρώτησε.
«Έχω να σου πω τόσα πολλά μαμά που δεν ξέρω από πού να αρχίσω.»
«Γιατί μας ξέγραψες κόρη μου;» τόνισε το «κόρη» για να δείξει πως όσο κι αν δε το ήθελε ήταν παιδί της.
«Γιατί θελήσατε να με παντρέψετε με κάποιον που δεν αγάπησα ποτέ. Γιατί λέγατε πως θα με αποκληρώσετε. Γιατί ο μπαμπάς έπαθε καρδιακό επεισόδιο όταν σας φώναζα πως δεν θα τον παντρευτώ.»
Η γυναίκα την κοίταζε παραξενεμένη από το ξέσπασμα. Όμως, καταλάβαινε ότι είχε δίκιο. Είχαν φερθεί επιπόλαια τότε με τον σύζυγο της.
«Και τελικά μας αποκλήρωσες εσύ στην ουσία. Δεν σε κατηγορώ όμως, έχεις δίκιο. Έχω μετανιώσει και για σένα και για τον Νίκο. Σαν γιο μου τον είχα.»
Στο άκουσμα του ονόματος του αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Το έλεγε τόσο ψύχραιμα η μητέρα της.
«Μένει ακόμα στο χωριό;» την ρώτησε διστακτικά.
«Ναι, χθες ήταν εδώ. Με επισκέπτεται συχνά. Με έχει συγχωρέσει.» απάντησε η Ζωίτσα.
«Μαμά έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.» είπε και άφησε το θέμα του Νίκου στην άκρη. Είχε πολύ σημαντικότερα προβλήματα.
«Σε ακούω.»
«Το γνωρίζεις ότι έχεις μια εγγονή.»
«Ναι.» απάντησε με πικρία η Ζωίτσα.
«Την έχουν απαγάγει.» της είπε και έσπασε η φωνή της.
Η Ζωίτσα ταράχτηκε.
«Και τι θα γίνει τώρα;»
«Ο Αλέξης δεν θέλει να πληρώσει τα λύτρα. Και μάλλον δεν θα την ξανά δω ζωντανή, μπορεί ούτε και νεκρή.» είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Η μητέρα της την αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους. Της χάιδεψε τα μαλλιά και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο- όπως όταν ήταν μικρή.
«Με αυτό το κάθαρμα ήθελα να σε παντρέψω; Συγγνώμη. Εγώ κόρη μου δεν έχω λεφτά. Πέντε χιλιάρικα μόνο στην τράπεζα. Πάρε τα αν θες.»
«Μισό εκατομμύριο ζητάνε. Αλλά πλέον είναι αργά. Με ειδοποίησαν χθες πως όλα έχουν τελειώσει. Τελείωσε η διορία μας. Την έχασα για πάντα.»
«Δεν μπορεί. Σίγουρα θα υπάρχει λύση. Δεν είναι δυνατόν.»
«Κι όμως μαμά. Όλα τελείωσαν. Η Ελεάννα μου, το κορίτσι μου.» είπε και έκλαψε πιο δυνατά.
Τότε ακούστηκε το κουδούνι.
Η Ζωίτσα σηκώθηκε λυπημένα από τον καναπέ και πήγε να ανοίξει την πόρτα, την στιγμή που η Ντέπη σκούπιζε βιαστικά τα δάκρια της.
«Κυρία Ζωίτσα.» είπε η αντρική φωνή και αγκάλιασε θερμά την γυναίκα.
Η Ντέπη γούρλωσε τα μάτια σαστισμένη. Ευτυχώς ο καναπές ήταν ανάποδα από την πόρτα και δεν μπορούσε να την δει ο κύριος.
«Νίκο μου.» είπε η μητέρα της. Μάλλον αισθανόταν άβολα που ήρθε την στιγμή που η κόρη της βρισκόταν εκεί. Καταλάβαινε ότι η κατάσταση ήταν τεταμένη.
«Σας έφερα τα ψώνια που μου ζητήσατε. Δεν μπόρεσα να σας τα φέρω χθες. Συγγνώμη.» της είπε ο Νίκος.
«Τι είναι αυτά που λες αγόρι μου. Όποτε μπορείς θα τα φέρνεις. Χίλια ευχαριστώ. Ο θεός να σε έχει καλά.»
Ο Νίκος παρατήρησε την παρουσία της γυναίκας που καθόταν στον καναπέ. Την κοίταξε λίγο μπερδεμένος. Η κυρία Ζωίτσα δεν είχε ποτέ κόσμο στο σπίτι της. Μόνο σε αυτόν επέτρεπε να μπαίνει μέσα στο σπιτικό της.
« Έχετε καλεσμένους;» την ρώτησε.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει η γυναίκα. Εκείνη την στιγμή σηκώθηκε η Ντέπη από τον καναπέ, γύρισε και τον κοίταξε με ένα αμήχανο χαμόγελο.
Εκείνος άνοιξε το στόμα από την έκπληξη. Μόλις όμως συνήλθε απέκτησε ένα ψυχρό βλέμμα.
«Εγώ φεύγω κυρία Ζωίτσα.» είπε απότομα κι έφυγε.
Η πόρτα έκλεισε!
«Νίκο.» φώναξε η Ντέπη και βγήκε από το σπίτι φωνάζοντας. Ήθελε να του μιλήσει. Να τον δει ξανά καλά. Να αποθηκεύσει την εικόνα του στο μυαλό της και ύστερα να μην τον ξανά έβλεπε.
Έκλεισε ξανά την πόρτα και τον ακολούθησε. Εκείνος δεν γυρνούσε να την κοιτάξει.
«Σε παρακαλώ, Νίκο.» του είπε και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Τι θέλεις Δέσποινα;»
Τι ωραία που ακουγόταν το όνομα της από το στόμα του.
« Μου κρατάς ακόμα κακία;» τον ρώτησε
«Εσύ τι λες; Θυμάσαι πως έφυγες τότε; Θυμάσαι πως με ξέγραψες; Πως παντρεύτηκες μετά από ένα μήνα κάποιον άλλο. Κι όλα αυτά για τα λεφτά. Κυρία Αργυρίου.» είπε ειρωνικά.
«Δεν ήθελα.»
«Μην κατηγορείς τους γονείς σου πάλι. Δικαιολογίες είναι αυτά. Μια ζωή δικαιολογίες.»
«Έχεις δίκιο. Δικό μου λάθος. Δεν έπρεπε να ήμουν τόσο δειλή.»
«Δεν με νοιάζει πλέον τι ήσουν τότε. Έπαψε να με νοιάζει χρόνια τώρα.»
«Δεν θα ήσουν τόσο θυμωμένος τώρα, αν δεν σε ένοιαζε.»
Γύρισε και την κοίταξε απειλητικά. Την πλησίασε επικίνδυνα.
«Δεν με νοιάζεις καθόλου Δέσποινα. Δεν υπάρχεις για μένα. Την κοροϊδία σου δεν μπορώ να χωνέψω ακόμα.»
Η Ντέπη κατέβασε το κεφάλι της.
«Δεν έχεις τι να πεις; Έτσι είναι Δέσποινα. Όταν έχουμε άδικο, χάνουμε τα λόγια μας. Φύγε τώρα από μπροστά μου.» της είπε με ήσυχο τόνο και την παραμέρισε για να περάσει.
Η Ντέπη έμεινε να τον κοιτάει να φεύγει. Ήταν τόσο επιβλητικός. Είχε γίνει άντρας πια. Παρόλο που ήταν κοντά σαράντα χρονών και ήταν ακόμη όμορφος. Μα πλέον όχι αγόρι αλλά άντρας. Ένας γοητευτικός άντρας.
Τι καθόταν και σκεφτόταν; Αυτή την στιγμή η κόρη της κινδύνευε περισσότερο από ποτέ κι αυτή σκεφτόταν τον Νίκο; Τι θα γινόταν τελικά αν μάθαινε πως είχε κόρη;
Όταν τον έχασε από το οπτικό της πεδίο, επέστρεψε στο πατρικό της.
«Τι έγινε;» την ρώτησε η μητέρα της.
Της έκανε μια χειρονομία που δήλωνε ότι δεν είχε όρεξη να το συζητήσει.
«Θέλω να κοιμηθώ εδώ απόψε.» της είπε και ανέβηκε το παλιό δωμάτιο της. Ήταν όπως τότε. Καμία αλλαγή δεν είχε υποστεί.
Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι και έκλαψε για όλη την ασχήμια που περικύκλωνε την ζωή της και κυριότερο για την κόρη της. Πίστευε πως όλα είχαν χαθεί...
Ο Χάρης βρισκόταν έξω από το σπίτι του Σωτήρη. Και πολύ άργησε να ξεκινήσει την παρακολούθηση. Περίμενε περίπου δύο ώρες. Μέχρι την στιγμή που τον είδε να βγαίνει. Φαινόταν πολύ περίεργος, μα δεν τον ένοιαζε καθόλου.
Είχε πάρει κρυφά το αυτοκίνητο του πατέρα του. Με την μηχανή δεν θα μπορούσε να είναι διακριτικός. Δεν είχε δίπλωμα αλλά ήξερε να οδηγάει.
Ο Σωτήρης μπήκε στο δικό του αυτοκίνητο και του έβαλε μπρος. Ο Χάρης είχε γεμίσει με βενζίνη το αυτοκίνητο, για να μην τον αφήσει.
Οδηγούσαν για τουλάχιστον μία ώρα. Ο Σωτήρης δεν τον είχε καταλάβει, όπως φάνηκε. Ίσως, να είχε αφαιρεθεί στις σκέψεις του και δεν είχε το μυαλό του στο τι συνέβαινε γύρω του. Αυτό ήταν υπέρ του Χάρη, ο οποίος μετά από τόσο δρόμο είχε αρχίσει να γίνεται εντελώς νευρικός.
Μόλις είδε ότι είχαν φτάσει σε ερημιές άρχισε να επιβεβαιώνει τις υποψίες του, ότι αυτός κρυβόταν πίσω από την απαγωγή της Ελεάννας. Το σιγούρεψε εντελώς όταν σταμάτησε σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Πάρκαρε λίγο πιο μακριά και βγήκε από το αυτοκίνητο για να παρακολουθήσει καλύτερα κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Στην αυλή του μικρού σπιτιού, βρίσκονταν δύο ακόμα άντρες. Τους αναγνώρισε.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι για άμυνα. Ήξερε, βέβαια, πως αν τον καταλάβαιναν μπορεί να τον σκότωναν και με το ίδιο του το μαχαίρι αλλά, παρόλα αυτά του πρόσφερε μια ασφάλεια.
Είδε τον Σωτήρη να λέει κάτι στους άντρες και να μπαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Σωτήρης ήταν πολύ αγχωμένος. Έπρεπε να τους πείσει.
«Ναι αποφάσισε να τα δώσει τα λεφτά ο πατέρας της.»
Οι συνεργάτες του τον κοίταξαν καχύποπτα και τον άφησαν να συνεχίσει.
«Τον πήρα για να του πω ότι τελείωσαν τα ψέματα και πως θα την σκοτώσουμε σήμερα κιόλας. Φαίνεται ήθελε φοβέρα. Νομίζω πως τρομοκρατήθηκε. Δεν περίμενε να το κάνουμε πράξη.» είπε και παραδόξως ήταν πολύ πειστικός.
«Ωραία και πότε θα κάνουμε την ανταλλαγή;» ρώτησαν ικανοποιημένοι από τα λόγια του οι δύο άντρες.
«Συνεννοήθηκα να πάω μόνο εγώ. Ήταν ο όρος του. Να πάει ένας από εμάς. Δέχτηκα αλλά, όχι αμέσως για να μην νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι.»
«Και γιατί να πας εσύ;» ρώτησε ο ένας από αυτούς και τον κοίταξε εξεταστικά.
«Γιατί εγώ είμαι ο μόνος που δεν νοιάζεται για τα λεφτά και δεν θέλω μερίδιο. Οπότε μπορείτε να είστε σίγουροι πως δεν θα τα πάρω και θα φύγω. Ενώ κάποιος από εσάς μπορεί να τα πάρει και να τα χαρεί μόνος του. Δεν σας συμφέρει αυτό.»
«Μα εμείς είμαστε σαν αδέρφια.»
«Μιλάμε για μισό εκατομμύριο. Εδώ χαλάνε οικογένειες για μικροπεριουσίες, αυτό σκέφτεστε;» είπε και κατάλαβε ότι τους είχε πείσει εντελώς.
«Καλά λοιπόν.» είπαν με μια φωνή.
«Πάω μέσα να την πάρω. Εγώ δεν χαίρομαι καθόλου που φεύγει και το ξέρετε.» τους είπε.
«Εμείς όμως ναι. Τρέχα τώρα.» τον διέταξε ο ένας και ο Σωτήρης έφυγε βιαστικά μέσα.
Άνοιξε για ακόμη μια φορά απότομα την πόρτα. Την είδε να τραντάζετε από το ξάφνιασμα και πιθανόν από το φόβο. Δεν της μίλησε λεπτό. Μονάχα την πλησίασε και την ξέλυσε. Εκείνη τον κοιτούσε τρομαγμένη.
«Που με πας;» τον ρώτησε.
«Φεύγεις από εδώ.» της είπε ψυχρά.
«Θα δώσει τα λεφτά ο μπαμπάς μου;» τον ρώτησε γεμάτη ελπίδα.
«Ναι.» της είπε ψέματα. Λογικά οι άλλοι δύο θα κρυφάκουγαν. Έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή.
Την σήκωσε στα χέρια και την πέταξε σαν κρέας στον ώμο του.
Βγήκε έξω.
Δεν μίλησε στους άλλους δύο. Την έβαλε βιαστικά στο αμάξι και ξεκίνησε να οδηγάει. Δεν κατάλαβε πως πίσω του υπήρχε ένα αυτοκίνητο.
Η Ελεάννα όμως το κατάλαβε και μάλιστα αναγνώρισε τον οδηγό. Χαμογέλασε αυθόρμητα αλλά το έκοψε μαχαίρι για να μην καταλάβει ο Σωτήρης τι γινόταν.
«Γιατί χαμογελάς;» την ρώτησε.
«Δεν θέλει ρώτημα. Γιατί θα γυρίσω στην οικογένεια μου.»
«Γράψε λάθος. Δεν θα δώσει τα λεφτά ο πατέρας σου. Όλα ήταν ψέμα.»
Εκείνη τον κοίταξε τρομαγμένη.
«Τότε που πάμε; Που σκοπεύεις να με πας;»
«Θα δεις.» της είπε αινιγματικά και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Κάτι που δεν άρεσε καθόλου στην Ελεάννα.
Οδηγούσε αρκετή ώρα αμίλητος. Η Ελεάννα δεν έλεγε κάτι. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει που και που στον καθρέπτη για να δει τον Χάρη. Και κυρίως έτριβε νευρικά τα χέρια της από την αγωνία. Τι θα γινόταν άραγε;
Έφτασαν σε μια παραλία. Δεν άργησε να καταλάβει σε ποια παραλία βρισκόταν. Εκεί που έκανε πρώτη φορά έρωτα με τον Χάρη. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου.
«Το αναγνώρισες βλέπω το μέρος.» της είπε χαιρέκακα.
Που το ήξερε αυτός. Φάνηκε σκεπτική. Τα μάτια της ξαφνικά σκοτείνιασαν. Έβαλε το χέρι στο στόμα της.
«Θέε μου» ψέλλισε. «Μας παρακολουθούσες;» τον ρώτησε έντρομη.
«Φυσικά. Και μάντεψε τι θα κάνουμε εδώ οι δύο μας.»
«Δεν θα τολμήσεις.» του είπε ήσυχα ενώ σκεφτόταν που θα μπορούσε να κρύβεται ο Χάρης.
«Κι όμως.»
«Κάνε κάτι για να αλλάξεις. Μέχρι και την τελευταία στιγμή μπορείς να σώσεις κάπως την κατάσταση.» τον παρακάλεσε.
«Όχι. Δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Ειδικά εγώ. Θα είμαι το ίδιο απαίσιος. Αλλά όχι για πολύ. Αυτή θα είναι η τελευταία μου πράξη.»
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς της έλεγε. Τα λόγια του ήταν πολύ περίεργα.
«Τι εννοείς;»
«Θα δεις.»
Πάλι αυτή η απαίσια φράση. Την σιχαινόταν.
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί παραπάνω. Την έριξε στην άμμο. Και της έσκισε με βία τα ρούχα.
«Όχι εδώ. Σε παρακαλώ όχι εδώ.»
«Επειδή εδώ πηδήχτηκες με τον Χάρη σου;»
«Επειδή ενώθηκα μαζί του. Μου χάρισε υπέροχες στιγμές κι όχι στιγμές αηδίας όπως πας να κάνεις τώρα εσύ. Θα είναι ιεροσυλία.» είπε μέσα από τους λυγμούς της κι ένιωσε να την πιέζει το βάρος του σώματος του.
«Ε ,λοιπόν, πρέπει να αποδεχτείς αυτές τις στιγμές αηδίας.» της είπε χαμογελώντας.
«Εσύ πρέπει να αποδεχτείς ότι έχασες.» ακούστηκε η φωνή του Χάρη από πίσω του.
Σε δευτερόλεπτα τον είχε αρπάξει από πάνω της και τον έριξε πάλι κάτω με μια δυνατή γροθιά.
«Έχασες Σωτήρη.» του είπε πάλι ενώ συνέχιζε να τον βαράει. Δεν τον χτύπησε όμως πολύ. Από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η αστυνομία. Την είχε καλέσει ο ίδιος.
Σήκωσε την Ελεάννα από την άμμο και την αγκάλιασε για λίγα δευτερόλεπτα, ύστερα έτρεξαν μαζί στο αμάξι του για να φύγουν.
«Δεν προλαβαίνεις να φύγεις.» του φώναξε ο Χάρης.
Δεν είχε σκοπό να φύγει προτού έρθει η αστυνομία, όμως η Ελεάννα φοβόταν μην συμβεί τίποτα άλλο και τον έπεισε να φύγουν.
Ο Σωτήρης όμως δεν είχε σκοπό να φύγει ούτως ή άλλως. Κάθισε στην άμμο χαμογελώντας παρανοϊκά. Στην συνέχεια το χαμόγελο μετατράπηκε σε υστερικό και τρελό γέλιο.
«Να σας χαιρόμαστε.» είπε και συνέχισε να γελάει.
Μετά από λίγο όμως άρχισε να κλαίει. Να κλαίει τόσο έντονα που παραλίγο να του κοβόταν η αναπνοή. Αλλά, συνήλθε γρήγορα. Κοίταξε θλιμμένα την θάλασσα. Για μια στιγμή ένιωσε την γαλήνη της.
Μόνο για μια στιγμή. Δεν ήταν ικανός να νιώσει γαλήνη. Είχε παραιτηθεί. Η ζωή του δεν είχε νόημα. Τι να την έκανε αυτή την ζωή; Δεν άντεχε ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Τον μισούσε. Μισούσε τους πάντες.
Έκλαιγε βουβά πλέον. Όλα είχαν τελειώσει.
Έβγαλε από τον σάκο του ένα πιστόλι. Το πιστόλι του πατέρα του.
Το κοίταξε και χαμογέλασε πικρά στην όψη του.
Αυτό πρέπει να κάνεις, υπενθύμισε στον εαυτό του, δεν αξίζει να υπάρχεις.
«Έχεις δίκιο Ελεάννα μου, δεν αξίζω τίποτα. Δεν σου αξίζω. Η ύπαρξη μου δεν έχει ουσία. Δε είμαι άνθρωπος, δεν έχω καρδιά. Ένας τιποτένιος είμαι. Σπέρνω δυστυχία παντού. Αυτό μου είπες. Είχες δίκιο Ελεάννα μου.» είπε μελαγχολικά. Γνώριζε πως πλησίαζε το τέλος.
Χάιδευε απαλά το όπλο του. Ήταν η μόνη σανίδα σωτηρίας του. Το μόνο που θα μπορούσε να τον σώσει από αυτή την αδιάφορη ζωή του.
«Δεν θα έπρεπε να αυτοκτονήσω. Έπρεπε να ανέχομαι τον εαυτό μου καθημερινά ως τιμωρία για όλα όσα έπραξα. Αλλά, όχι! Πάλι εμένα σκέφτομαι. Μου αξίζει να πεθάνω.» έλεγε και συνέχιζε να χαϊδεύει το πιστόλι.
Χάραξε με το δάχτυλο του στην άμμο «Με μισώ.»
Όπως όλοι όσοι αυτοκτονούν αφήνουν ένα γράμμα πίσω τους, αυτός άφηνε δύο λέξεις. Δύο λέξεις που έβγαιναν από μέσα του.
Άκουσε τις σειρήνες του περιπολικού να πλησιάζουν και χαμογέλασε θλιμμένα. Τοποθέτησε το πιστόλι στον κρόταφο του. Και ακούμπησε την σκανδάλη.
«Συγγνώμη μανούλα μου. Σε αγαπώ πολύ. Συγγνώμη.» κοίταξε για τελευταία φορά την θάλασσα και πίεσε την σκανδάλη.
Τα μάτια του γύρισαν μια φορά σαν να είδαν όλη την ζωή του να περνάει μπροστά τους.
«Συγγνώμη μανούλα μου.» ήταν τα τελευταία του λόγια.
Τα μάτια του έμειναν άψυχα, άδεια, κενά.
Κι ένα γλυκό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
Επιτέλους αποδεσμεύτηκε από μια ανιαρή ζωή. Απαλλάχτηκε από τον ίδιο του τον εαυτό. Όλα είχαν τελειώσει πια γι αυτόν.
ESTÁS LEYENDO
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...