Κοιμόταν ανήσυχη. Έβλεπε εφιάλτες. Το χέρι του Σωτήρη ανάμεσα στα πόδια της. Το σώμα της κάτω από το δικό του. Τις κραυγές πόνου κι αηδίας.
Ξύπνησε μούσκεμα από τον ιδρώτα. Όχι δεν άντεχε να τα ξανά ζει μέσα στον ύπνο της. Όλα ήταν τόσο αληθινά. Σαν να μην είχε φύγει ποτέ από εκείνη το απαίσιο σπίτι, σαν είχε ακόμα μπροστά της εκείνον. Δε ήθελε να θυμάται ούτε το όνομα του.
Σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι της και πήγε να κάνει ένα κρύο ντουζ για να χαλαρώσει. Αισθάνθηκε το δέρμα της να τσιτώνει κάτω από το παγωμένο νερό. Το έτριβε με δύναμη. Πλέον έτσι έκανε μπάνιο. Έτριβε τόσο δυνατά το δέρμα της μέχρι να αρχίσει να κοκκινίζει. Τότε ξεπλενόταν γρήγορα, έβαζε γρήγορα το μπουρνούζι της και το έσφιγγε πάνω της. Τα ρούχα της τα φορούσε γρήγορα. Δεν ήθελε να βλέπει γυμνό το σώμα της. Το μισούσε.
Αφού ντύθηκε, ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι. Ένιωθε πιο χαλαρή. Μόνο που δεν τόλμησε να ξανά κοιμηθεί. Δεν ήθελε. Φοβόταν μη δει ξανά τους ίδιους εφιάλτες. Η ιδέα του ύπνου είχε καταντήσει τρομαχτική.
Πήρε το κινητό της. Μπήκε στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Συγκεκριμένα σε εκείνο με τον Χάρη. Κοίταζε τις φωτογραφίες τους νοσταλγικά. Πότε πότε χάιδευε το πρόσωπο του Χάρη στην οθόνη. Ήταν τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος. Δεν του άξιζε.
Στην σκέψη αυτή μελαγχόλησε.
Δεν του άξιζε πια. Αυτή ύστερα από την απαγωγή ήταν τόσο φτηνή. Έτσι ένιωθε κι ας ήξερε κατά βάθος πως αυτό ήταν λάθος. Ώρες ώρες δεν μπορούσε να ακούει την φωνή της. Δεν της άρεζε να κοιτάει το είδωλο της στον καθρέπτη. Ήθελε να τον σπάσει.
Δεν ήταν άξια να έχει δίπλα της έναν τόσο υπέροχο άνθρωπο σαν τον Χάρη. Άλλωστε, δεν ήθελε να τον φορτώσει με τα ψυχολογικά της. Μαζί της θα ήταν μονίμως δυστυχισμένος. Δεν θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο. Εφόσον, δεν μπορούσε να κάνει τον ίδιο της τον εαυτό.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Παρόλο που αν τον χώριζε θα αποτέλειωνε τον εαυτό της, έπρεπε να το κάνει. Εκείνος θα θύμωνε αλλά, στο τέλος θα την ξεπερνούσε και θα προχωρούσε παρακάτω. Ενώ, αν τον άφηνε να μείνει μαζί της, θα τον ανάγκαζε να υποστεί τις φοβίες της, τα ξαφνικά ξεσπάσματα, όλα όσα τώρα την έπνιγαν. Δεν του άξιζε όλο αυτό. Αν συνέχιζαν να είναι μαζί θα έβλεπαν την παρακμή του έρωτα τους. Μετά από αυτό όλα θα καταστρέφονταν χειρότερα. Καλύτερα να τον χώριζε τώρα που είχε μόνο καλές αναμνήσεις.
Του έστειλε μήνυμα. Παρόλο που τα βράδια δεν είναι κατάλληλα για σοβαρές αποφάσεις.
Χάρη θέλω να χωρίσουμε. Συγγνώμη. Σ' αγαπώ.
Το έστειλε και απενεργοποίησε αμέσως το κινητό της. Δεν είχε το κουράγιο να δει την απάντηση του. Πήρε το μαξιλάρι της αγκαλιά κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Αυτό το μήνυμα μπόρεσε να την κάνει να νιώσει ακόμα πιο κενή από ότι πριν.
Έπρεπε, υπενθύμιζε στον εαυτό της.
Δεν θυμόταν πόση ώρα έκλαιγε, όταν άκουσε τον ήχο μιας μηχανής.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να δει ποιος ήταν.
Ο Χάρης.
Κοίταξε αυθόρμητα το ρολόι. Ήταν πέντε και μισή.
Συνέχισε να κλαίει. Πόσο τον αγαπούσε. Της έκανε νόημα να κατέβει. Την κοιτούσε κάπως θυμωμένος.
Κατέβηκε. Η Ντέπη ήταν ξύπνια. Φαίνεται την ξύπνησε το μαρσάρισμα της μηχανής.
«Πρόσεχε.» της είπε μόνο.
Η Ελεάννα βγήκε έξω από το σπίτι. Τον πλησίασε. Προσπαθούσε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της.
«Τι μαλακίες λες;» της είπε θυμωμένα. Δεν φώναζε. Δεν ήθελε να την τρομάξει.
«Χάρη έτσι πρέπει να γίνει.» του είπε και με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα της.
«Γιατί να γίνει έτσι;»
«Δεν το βλέπεις; Κοίτα πως είμαι; Δεν είμαι η ίδια. Δεν θα αντέξεις.»
«Και εσύ που το ξέρεις; Με δοκίμασες;» ήταν πολύ θυμωμένος.
«Όχι. Αλλά, δεν θέλω να σε αναγκάσω να υπομείνεις όλα αυτά που κάνω. Που θα λέω.»
«Συγκεντρώσου» της είπε μόνο.
«Χάρη, έτσι πρέπει να γίνει.»
«Άντε πάλι. Όχι δεν θα γίνει έτσι, γιατί λες μαλακίες.»
«Θέλεις να δούμε παρέα πόσο δίκιο έχω; Θα ξεθωριάσουν όλα αυτά που νιώθουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ το ίδιο με πριν.» έλεγε κι έκλαιγε πια.
«Ελεάννα.» είπε πιο ήσυχα. Ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της και ακούμπησε με το χέρι του το λαιμό της. Τη κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Άσε τις χαζομάρες. Θα είμαι εδώ σε ότι κι αν χρειαστείς. Θα τα αντέξουμε όλα, μαζί. Κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις να ξεπεράσεις τις μνήμες σου. Μαζί θα τα καταφέρουμε. Μαζί.» τόνισε την τελευταία λέξη.
«Δεν γίνεται Χάρη.» είπε παραιτημένη. «Δεν καταλαβαίνεις την σοβαρότητα.»
Τις σκούπισε τα δάκρυα και την άφησε απότομα. Ανέβηκε στην μηχανή, την κοίταξε μια τελευταία φορά κι έφυγε.
Τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε από το οπτικό της πεδίο και μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι.
«Τι έγινε;» την ρώτησε η μαμά της.
«Σε παρακαλώ άσε με.» της είπε και πήγε στο δωμάτιο της.
Κάθισε κάτω στηρίζοντας την πλάτη της στην πόρτα.
Όταν τον γνώρισε της σκούπισε τα δάκρυα. Έτσι και τώρα. Τώρα που έπρεπε να τον ξεχάσει.
Αδύνατον!
Έκλαιγε μέχρι που ξημέρωσε για τα καλά.
Κάποια στιγμή, σταμάτησε να κλαίει. Δεν είχε πια την δύναμη. Απλά ήταν ένα ράκος.
Περιπλανιόταν στο σπίτι σαν φάντασμα. Με μια θλίψη στα μάτια. Έσερνε τα βήματα της.
Η Ντέπη ανησυχούσε αλλά, δεν ρώτησε ξανά τίποτα. Περίμενε να της πει η Ελεάννα όταν θα ένιωθε έτοιμη.
Το καημένο το κοριτσάκι της.
Κοιτούσε αφηρημένα την τηλεόραση. Στην πραγματικότητα δεν παρακολουθούσε τι έδειχνε. Σκεφτόταν αυτό που έμαθε. Είχε κόρη. Και μάλιστα δεκαεφτά χρονών. Ένιωθε απίστευτο θυμό προς τη Ντέπη.
Εκτός του ότι τον άφησε τότε για να παντρευτεί έναν άλλο, του έκρυψε κάτι τόσο σημαντικό. Ο θυμός ήταν λίγος μπροστά σε αυτό που ένιωθε εκείνη την στιγμή.
Την είχε αγαπήσει τόσο πολύ τότε κι εκείνη τον εγκατέλειψε για να ζήσει με τον Αργυρίου. Αλλά, γιατί να προτιμούσε αυτόν; Ο Αργυρίου ήταν πλούσιος, θα μπορούσε να της παρέχει μια υπέροχη και άνετη ζωή και κακά τα ψέματα ήταν και όμορφος. Έπρεπε να το παραδεχτεί.
Όμως, σε αυτά που ήδη υπήρχαν και τον έκαναν να θυμώνει μαζί της προστέθηκε και το γεγονός του παιδιού. Είχε παιδί. Ακόμα δεν μπορούσε να το χωνέψει. Είχε μία κόρη. Η οποία μάλιστα πρόσφατα είχε γυρίσει μετά την απαγωγή της. Πόσα μπορούσε να αντέξει ο νους του μέσα σε μια μέρα;
Έτριψε τους κροτάφους του. Μετά από τόσες ώρες σκέψη, τον είχε πιάσει πονοκέφαλος. Αισθανόταν ότι θα έσκαγε στο τέλος.
Άραγε τώρα τι θα έκανε; Θα πήγαινε να μιλήσει στην κόρη του; Αλλά, να της πει τι; Αφού από ότι κατάλαβε δεν το γνώριζε η ίδια. Αυτός όμως, είχε την ανάγκη να της μιλήσει. Και το τι θα ακολουθούσε, θα κρινόταν στην πορεία.
Πριν από αυτό όμως, ήταν επιτακτική μία συζήτηση με την Ντέπη. Όσο και να μην ήθελε να την βλέπει μπροστά του-ειδικά μετά από τα σημερινά, έπρεπε να συζητήσει μαζί της για το θέμα. Πως θα της το έφερναν με τρόπο; Πότε θα ήταν η κατάλληλη στιγμή; Πως έπρεπε να συμπεριφερθεί. Γιατί και το καημένο το κορίτσι είχε περάσει σίγουρα πολλά πράγματα και αυτό θα ήταν ένα ακόμα χτύπημα.
Μπορεί να μην τον δεχόταν ως πατέρα. Μπορεί να αγαπούσε τόσο πολύ αυτόν που την μεγάλωσε και να μην ήθελε καν να τον βλέπει.
Πάντως, ένα μικρό μέρος του εαυτού ήταν περήφανο που είχε μια πανέμορφη κόρη. Τα καλά τα γονίδια. Μα πάνω από όλα χαιρόταν που είχε παιδί. Πάντα ήθελε να γίνει πατέρας. Αλλά, η πρώην σύζυγος του δεν ήθελε να χαλάσει το σώμα της. Αυτός ήταν και ο λόγος που χώρισαν. Αυτή η διαφωνία τους, τους κατέστρεψε τον γάμο. Μετά από αυτήν όμως, δεν γνώρισε κάποια άλλη που να την έβλεπε σοβαρά. Έτσι το είχε πάρει απόφαση πως δεν θα αποκτούσε ποτέ απόγονο.
Εκείνη την ημέρα όμως, έμαθε πως τον είχε ήδη. Και μάλιστα ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά.
Η Ελεάννα τεντώθηκε αγουροξυπνημένη. Ευτυχώς, η νύχτα δεν της επιφύλαξε δυσάρεστες εκπλήξεις. Πήρε ασυναίσθητα το κινητό της. Ήλπιζε να είχε κάποιο μήνυμα από τον Χάρη. Δεν είχε. Στεναχωρήθηκε αλλά, ήξερε πως εκείνη έφταιγε γι αυτό. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν σωστή η απόφαση που πήρε.
Την στιγμή που πήγε να αφήσει το κινητό στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι, βλέπει ένα καινούριο μήνυμα από την Μαρίζα.
«Είσαι ηλίθια.» έλεγε.
Τελικά τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα.
Δεν είχε το κουράγιο να απαντήσει. Ήταν χάλια από μόνη της, το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν κριτική. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και αφού πλύθηκε αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στο χωριό να χαλαρώσει.
Ο καιρός εκείνη την ημέρα ήταν δροσερός κι ήταν ευκαιρία για μια πρωινή βόλτα χωρίς να την καίει ο ήλιος. Άλλωστε, θα ήταν ένα πρώτο βήμα για να αρχίσει να ξεπερνάει τους φόβους της. Μετά την απαγωγή δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει μόνη της.
Φόρεσε ένα τζιν σορτσάκι και μια μαύρη μπλούζα και τα μαύρα βανς της. Έδεσε ένα καρό πουκάμισο κόκκινο και μαύρο γύρω από την μέση της. Το πήρε όχι για το στυλ αλλά σε περίπτωση που κρύωνε.
Δεν της άρεζε να φοράει πλέον σορτσάκια. Αισθανόταν εκτεθειμένη, αλλά ήταν καλοκαίρι και τα μακριά παντελόνια την ζέσταιναν πολύ.
Βγήκε στην εξώπορτα, μα κοντοστάθηκε. Κι αν ξαφνικά έβλεπε μπροστά της εκείνον τον έναν που δεν είχε πιάσει η αστυνομία; Γινόταν υπερβολική. Αυτό δεν θα συνέβαινε και το ήξερε. Από την τρομάρα που θα είχε πάρει στη σκέψη και μόνο ότι θα τον έπιανε η αστυνομία θα είχε πάει όσο πιο μακριά από αυτήν γινόταν.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε έξω. Το αεράκι της φυσούσε τα μαλλιά. Για μια στιγμή ξέχασε όσα την απασχολούσαν. Μόνο για μια στιγμή.
Περπατούσε με προορισμό την εκκλησία. Όταν έψαχνε να βρει την μαμά της επειδή την ζητούσε ο Αλέξης, την είχε εντυπωσιάσει το μέρος. Η εκκλησία και η γύρω περιοχή της μετέδιδαν γαλήνη.
Τελικά, είχε κυκλοφορήσει άλλη μία φορά μόνη της. Μόνο που τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε.
Κάθισε πάνω σε ένα σκαλάκι που οδηγούσε στο εσωτερικό της εκκλησίας. Είχε θέα ένα μικρό δασάκι με πολλά μικρά δεντράκια, πέντε μεγάλα και πολλές μαργαρίτες- πάνω από τις οποίες χόρευαν οι μέλισσες. Στην πραγματικότητα δεν χόρευαν αλλά ο τρόπος που πετούσαν από εδώ κι από εκεί, έδινε την εντύπωση αυτή.
Θα προτιμούσε να ζήσει εκεί, παρά να επιστρέψει στην άχαρη τσιμεντούπολη. Το σπίτι στο χωριό βέβαια, ήταν χίλιες φορές πιο μικρό από το σπίτι που έμενε πριν αλλά, μπροστά σε αυτή την ησυχία που παρείχε το χωριό, δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο.
Η διαμονή εκεί θα την βοηθούσε να μην βλέπει τον Χάρη και κατά συνέπεια να τον ξεπεράσει. Αν κι εκείνη την στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν να τον δει, να τον αγκαλιάσει με την ματιά της. Αυτό θα αρκούσε.
Κάποια στιγμή άκουσε βήματα να πλησιάζουν και σηκώθηκε αμέσως. Κοίταξε πίσω της τρομαγμένη. Ήταν ο κύριος με τον οποίο μιλούσε η μαμά της.
Του χαμογέλασε κι έκανε να φύγει. Μπορεί να γνωρίζονταν με την μητέρα της αλλά, εκείνη δεν τον γνώριζε καθόλου και το άγνωστο πλέον της προκαλούσε φόβο. Πλέον μέχρι και η σκιά της την φόβιζε.
«Γεια σου Ελεάννα.» της είπε ενώ εκείνη είχε απομακρυνθεί ελάχιστα βήματα.
«Γεια σας.» του είπε ευγενικά και συνέχισε να περπατάει. Έφτασε στην πλατεία του χωριού.
Και η πλατεία ήταν πολύ όμορφη.
Είχε τρεις μικρές κερκίδες φρεσκοβαμμένες σε μπεζ χρώμα και το έδαφος ήταν πλακόστρωτο. Γύρω από το πλακόστρωτο και σε διάσπαρτα σημεία υπήρχαν ψιλόλιγνα δέντρα.
Εκείνη την ώρα, ως συνήθως έπαιζαν ποδόσφαιρο τα αγόρια ενώ τα κορίτσια τους κορόιδευαν από τις κερκίδες. Αυτά ζούσαν όμορφη παιδική ηλικία. Αξιοζήλευτη. Καθόταν και τους παρατηρούσε χαμογελαστή. Ένιωσε ξαφνικά μια παράταιρη με όσα είχε περάσει αισιοδοξία. Ίσως, γιατί τα παιδιά της μετέδωσαν την αύρα τους. Ίσως, γιατί αυτά δεν γνώριζαν από προβλήματα και έδειχναν να χαίρονται το κάθε λεπτό της άγνοιας τους.
Κι εκείνη θεωρητικά ήταν ακόμη παιδί. Αλλά, μεγάλωσε απότομα. Προς έκπληξη της αυτή η σκέψη δεν την μελαγχόλησε.
Σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να είχε δίπλα της τον Χάρη. Αυτή η σκέψη κατάφερε να την μελαγχολήσει.
Έριξε μια τελευταία ματιά στα παιδιά και προχώρησε. Τελικά, θα ήταν πολύ δύσκολο. Στην σκέψη του και μόνο ήθελε να κλάψει. Μα συγκράτησε τα δάκρυα της , καθώς είχε φτάσει στο σπίτι και δεν ήθελε να στεναχωρεί ούτε την γιαγιά, ούτε την μαμά της με τα προβλήματα της.
«Καλησπέρα.» είπε και τους έδωσε από ένα φιλί στο μάγουλο.
«Καλησπέρα.» απάντησαν και οι δύο με μια φωνή.
«Τι φαγητό έχουμε;» ρώτησε και έπιασε την κοιλιά της ως ένδειξη πείνας. Η βόλτα, ο ήλιος και οι σκέψεις την είχαν εξουθενώσει κι ένιωθε το στομάχι της να διαμαρτύρεται.
«Σαρμαδάκια.»
«Τέλεια. Βάλε μου να φάω.» είπε με προσποιητό ενθουσιασμό.
Η Ντέπη δεν πείστηκε από τον τόνο της φωνής της Ελεάννας αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να την πιέσει να της μιλήσει. Έκανε υπομονή αλλά έπρεπε να ξέρει και η ίδια τι είχε περάσει η κόρη της. Είχε αρχίσει να την ενοχλεί που τα είχε πει όλα πρώτα στον Χάρη και στην Μαρίζα.
«Μαμά.» την φώναξε η Ελεάννα.
«Ναι συγγνώμη αφαιρέθηκα. Τι είπες;»
«Να μου βάλεις να φάω.»
«Α ναι.» είπε η Ντέπη και της έβαλε μια γενναιόδωρη ποσότητα από τα σαρμαδάκια. Είχε βάλλει στόχο να παχύνει την κόρη της.
Η Ελεάννα έφαγε σιωπηλά και χωρίς να πει οτιδήποτε άλλο, σηκώθηκε με προορισμό το δωμάτιο της. Ήθελε να μείνει για άλλη μια φορά μόνη.
Λίγα λεπτά αφότου έκλεισε την πόρτα, άκουσε τον ήχο του κινητού της. Μέσα της ήλπιζε να ήταν ο Χάρης. Όλο αυτό που περνούσε μετά την απαγωγή της ήταν πολύ χειρότερο με την απουσία του. Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού της πίστευε ακράδαντα ότι έκανε το σωστό.
Το άρπαξε τόσο γρήγορα που το έριξε κάτω. Ευτυχώς, δεν είχε ανοίξει.
Τελικά ήταν η Μαρίζα.
Δεν της είχε απαντήσει στο μήνυμα που της είχε στείλει και το θεωρούσε ακόμα πιο αγενές να μην απαντήσει και στο τηλεφώνημα της.
«Γεια σου Μαριζάκι.» είπε γλυκά.
«Άσε τις γαλιφιές. Πότε μπορώ να έρθω;» είπε σοβαρά η φίλη της.
«Όποτε θέλεις. Είσαι πάντα ευπρόσδεκ...»
«Οκ.» είπε η Μαρίζα και της το έκλεισε προτού η Ελεάννα προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση της.
Καταλάβαινε πως η Μαρίζα θεωρούσε τον χωρισμό τους μεγάλη ανοησία αλλά δεν περίμενε να της μιλήσει τόσο απότομα. Στεναχωρήθηκε πολύ. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να μαλώσει και με την Μαρίζα. Ήταν η μόνη πηγή χαράς για την ίδια.
Με τον Χάρη είχανε χωρίσει. Από την άλλη, στις σχέσεις με την μητέρα της είχε απλωθεί ένα μεγάλο τείχος. Αυτή τη φορά η ίδια το είχε επιδιώξει.
Ο ήχος από το χτύπημα της πόρτας την διέκοψε από τις σκέψεις της.
Η Ντέπη μπήκε διστακτικά στο εσωτερικό του δωματίου. Δεν μίλησε. Μονάχα πήγε και κάθισε στο κρεβάτι. Χτύπησε το χέρι της απαλά στο κρεβάτι για να της υποδείξει να κάτσει. Έτσι κι έκανε.
«Θα ήθελα να μιλήσουμε.» είπε ήρεμα η μητέρα της.
«Σε ακούω.» ήξερε πως θα ερχόταν αυτή η στιγμή.
«Καταλαβαίνω ότι δεν σου είναι εύκολο να μιλάς για αυτά που πέρασες και σε βασανίζουν, αλλά νομίζω πως πρέπει να ξέρω και πως πρέπει να μου πεις. Νιώθω ότι απομακρυνόμαστε για μια ακόμη φορά και αυτό με θλίβει πολύ.»
Το γνωστό, όμορφο λεξιλόγιο της Ντέπης, σκέφτηκε η Ελεάννα αλλά δεν είχε διάθεση να χαμογελάσει στην σκέψη.
«Έχεις δίκιο, πρέπει να ξέρεις.» είπε ενώ παράλληλα έπαιζε νευρικά με ένα λαστιχάκι -περασμένο σαν βραχιόλι στο χέρι της.
Ξεκίνησε διστακτικά να αφηγείται τα γεγονότα. Στην διάρκεια της αφήγησης έκλαιγε με λυγμούς. Οι μνήμες ήταν νωπές και την πονούσαν ακόμη. Καθώς μιλούσε ένιωθε να τα ξανά ζει. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που απέφευγε να της μιλήσει. Τα είχε διηγηθεί ήδη σε δύο και η μητέρα της ήταν η τρίτη.
Η Ντέπη την κοιτούσε στοργικά και ανά διαστήματα την χάιδευε συμπονετικά στον ώμο. Ένιωθε έκπληκτη και παράλληλα στεναχωρημένη και θυμωμένη.
Το μυαλό της αδυνατούσε να κατανοήσει πως υπαίτιος για όλα αυτά ήταν ο Σωτήρης. Τον είχε συμπαθήσει στο παρελθόν και τώρα τον μισούσε θανάσιμα.
Κατά βάθος όμως τον συμπονούσε και τον λυπόταν για όσα τράβηξε με την δική του οικογένεια, για την οποία θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν η καλύτερη που υπήρχε. Γι αυτό είχε παραξενευτεί πολύ με την είδηση του φονικού.
«Συγγνώμη.» είπε η Ντέπη.
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε παραξενεμένη η Ελεάννα.
«Που ήθελα να σε παντρολογήσω μαζί του.»
«Αυτό δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς.»
«Να ξέρεις πως θα σε στηρίξουμε όσο μπορούμε κι εγώ και η γιαγιά σου η Ζωίτσα.»
Η Ελεάννα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Και τώρα πες μου για τον Χάρη. Τι έγινε μεταξύ σας;»
Ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν για άλλη μια φορά.
«Χωρίσαμε» είπε και της ξέφυγε ένας λυγμός.
«Γιατί;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Ντέπη. «Δεν μπόρεσε να σου σταθεί; Απαράδεκτος.»
«Μη μιλάς έτσι για αυτόν.» είπε θυμωμένα. Δεν ήθελε να τον κατηγορούν. «Εγώ τον χώρισα.»
«Γιατί;»
«Γιατί έχουν αλλάξει πολλά.»
«Τον αγαπάς;» ρώτησε η Ντέπη.
«Φυσικά.» είπε με απόλυτη σιγουριά η Ελεάννα.
«Εκείνος σε αγαπάει;»
«Έτσι πιστεύω.»
«Τότε όλα τα υπόλοιπα είναι χαζομάρες.»
«Ναι αλλά θα είμαι πολύ ιδιότροπη από εδώ και μπρος και μπορεί να του κάνω την ζωή δύσκολη. Δεν θέλω να περάσει τέτοια μαζί μου.»
«Μην αποφασίζεις εσύ γι αυτόν. Αυτός ξέρει καλύτερα τι είναι καλό γι αυτόν. Και νομίζω πως αυτό το καλό δεν είναι να είναι μακριά σου.»
«Δεν ξέρω.» είπε δύσπιστα.
«Δεν θέλω να σε πιέσω.» είπε και της έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού και σηκώθηκε να φύγει.
«Που πας;»«Στο σαλόνι.»
«Κι εγώ έχω απορίες. Για την γιαγιά, για τις σχέσεις σας, για όλα.»
«Άλλη φορά αυτά. Ήδη συζητάμε δύο ώρες» είπε κι έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της.
ESTÁS LEYENDO
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...