Kεφάλαιο 1

223 13 8
                                    

Μέσα στην νύχτα ακούστηκε ένα παιδικό κλάμα. Τα αστέρια αγαλλίασαν, ο ουρανός πήρε ένα γλυκό ροδαλό χρώμα, καθώς πλησίαζε το ξημέρωμα. Μέσα σε μια νύχτα γεννήθηκε το θαύμα του δούκα Ιβάν. Τα πρασινογάλαζα βουρκωμένα του μάτια άστραφταν από χαρά καθώς έβλεπε την σύζυγο του να κρατάει στην αγκαλιά της την μικροσκοπική και εύθραυστη δούκισσα του. Ήταν πλέον ολοκληρωμένος και η μικρή του, ήταν ο λόγος να συνεχίσει να βαδίζει στα χνάρια του πολυαγαπημένου του πατέρα. Τα καταγάλανα σαν πάγος, μάτια της γυναίκας του αντίκρισαν τα δικά του.

<<Είσαι ευτυχισμένος;>> ακούστηκε η φωνή της. Εκείνος ξαφνιασμένος, διότι ακούστηκε πιο μελωδική από ποτέ στα τόσα χρόνια που την ήξερε. Η Έλενορ του, η γυναίκα του, η δούκισσα του, ο έρωτας της ζωής του.

<<Πιο ευτυχής δεν ήμουν ποτέ σε ολόκληρη την ζωή μου.>> της απάντησε και κατευθύνθηκε προς το τεράστιο κρεβάτι στο οποίο πριν από δύο ώρες γεννιόταν η μοναχοκόρη του. Αγκάλιασε την γυναίκα του και την νεογέννητη πριγκίπισσα του. Εκείνος έσκυψε και φίλησε απαλά το μικροσκοπικό κεφάλι της κόρης του. Την τρυφερή αυτή στιγμή διέκοψε ο πιστός του σύμβουλος και υποκόμης Πιέρ Μπλανς, ο οποίος κοντοστάθηκε στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας κοιτάζοντας τους γεμάτος δέος και συγκίνηση. Πριν προλάβει να κάνει μια βαθιά υπόκληση, όρμησαν μέσα στο δωμάτιο χωρίς υποκλίσεις και τυπικότητες οι δυο στενότεροι φίλοι του δούκα.

<<Κοίτα τον! Κοίτα τον Μάλκομ! Είναι ίδιος ο πατέρας του! Και ξέρεις ποίοι θα αναλάβουν την εκπαίδευση του;>>

<<Οι γονείς του;>>

<<Ναι, δεν είχα αυτό ακριβώς στο μυαλό μου..>> απάντησε ο Φέλιξ φανερά ενοχλημένος που ο φίλος του δεν είχε καταλάβει τον ηρμό των σκέψεων του.

<<Οι παιδαγωγοί και οι δάσκαλοι του; Γιατί είμαι σίγουρος πως η δούκισσα θα θέλει την καλύτερη εκπαίδευση για τον νεαρό δούκα.>> είπε ο Μάλκομ με τα καλοσυνάτα γαλανά του μάτια να κοιτάνε με σεβασμό την δούκισσα Έλενορ, η οποία του χαμογελούσε προσπαθόντας να μην τους χαλάσει τα όνειρα και της προσδοκίες.

<<Μπορείς σε παρακαλώ να ακολουθήσεις τις σκέψεις μου; Μου φαίνεται δεν έχεις πιάσει το νόημα..!>> είπε φανερά ενοχλημένος πλέον ο Φέλιξ.

Ο Ιβάν γελούσε πονηρά μη θέλοντας να αποκαλύψει στους φίλους του ακόμη το φύλλο του παιδιού, αφού χαιρόταν να τους κάνει μια καλή πλάκα κάθε φορά που είχε την ευκαιρία. Ξαφνικά ακούγεται ένας εκνευρισμένος Πιέρ να μαλώνει τους δυο κόμηδες για την φανερή τους άγνοια και να τους καταστρέφει τα όνειρα περί πολεμικής εκπαίδευσης.

<<Μα είναι κορίτσι! Δεν είναι ολοφάνερο;!>>

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν και πλησίασαν πιο κοντά στην χαρούμενη οικογένεια που πλέον είχε ξεσπάσει σε γέλια.

Αγαλίαση και χαρά κατέκλησαν το κάστρο εκείνες τις μέρες. Κόσμος πηγαινοερχόταν και έφερνε δώρα στην μικρή Αντζελίκ. Και όλοι όσοι την έβλεπαν συμφωνούσαν πως θα γινόταν μια δίκαιη και σωστή δούκισσα. Ο πατέρας της καθόταν φρουρός στο προσκεφάλι της κόρης του. Καμάρωνε και έσκαγε από περιφάνια για όσα άκουγε. Όταν παντρεύτηκε την Έλενορ του ένιωσε πως του χάρισαν ολόκληρο τον ουρανό. Με την γέννηση της Αντζελίκ όμως, ο ορανός του γέμησε αστέρια, πλανήτες και χρώματα, μετατράπηκε σε γαλαξία. Ήταν ολοκληρομένος. Κοίταζε την κόρη του και ήξερε ότι πλέον θα έκανε τα πάντα για να την κρατήσει ασφαλή. Θα μεγάλωνε χωρίς να της λείψει τίποτα. Ο Φέλιξ είχε δίκιο η μικρή ήταν όντως ίδια ο Ιβάν, μπορεί να είχε την ομορφιά της δούκισσας με την λευκή επιδερμίδα, τα μήλα όταν χαμογελούσε, τα ροδαλά της μάγουλα και τα γαλάζια μάτια, όμως όταν την κοιτούσες έβλεπες τον Ιβάν. Και όχι μόνο επειδή είχε τα ξανθά του μαλλιά αλλά κυρίως είχε το βλέμμα του. Καθαρό.

Τα νέα για την γέννηση της μικρής ταξίδεψαν από οίκο σε οίκο. Όλοι εύχονταν το κοριτάκι να έχει μια ευτυχισμένη και μακροχρόνια ζωή. Η είδηση όμως έφτασε και έξω απο τα όρια του οίκου, σε οικογένειες που δεν εντάσονταν σε αυτόν και που θα σκότωναν για να ανέβουν στην ηγεσία. Σπαθιά ακονίζονταν και σχέδια στήνονταν και μόνο στην σκέψη. Και ένα από τα σχέδια που στηνόταν ήταν της μαρκισίας Σελίν Γκερνιέρ.

<<Ώστε κόρη..>> ακούστηκε η φωνή της με έναν συριγμό.

<<Δεν μπορεί το μυαλό μου να το συλάβει όλο αυτό..Εγώ να ζω μόνη μου, ξεχασμένη, αβοήθητη και με τρία παιδιά ενώ αυτοί... ΑΥΤΟΊ! Να κάνουν τη ζωή που δικαιούμαι εγώ!>> πλέον έφτυνε τις λέξεις την μια μετά την άλλη.

<<Είναι άδικο!..>> φώναξε με τα σμαραγδένια μάτια της να βουρκώνουν και με μερικές μελί τούφες να πέφτουν στο πρόσωπο της. Σήκωσε το βλέμμα της για να κοιτάξει το κάδρο ενός άντρα που κοσμούσε τον τοίχο πάνω από το μεγάλο τζάκι. Χαμογέλασε και περπάτησε σέρνοντας το μακρύ βελούδινο φόρεμα της. Σήκωσε το χέρι της και ακούμπησε την ξύλινη άκρη του μεγάλου κάδρου.

<<Ηρέμησε γλυκέ μου.. Έντμουντ.. Θα καταφέρω να ολοκληρώσω αυτό που άρχησες εσύ, ακόμα και άν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω. Στο ορκίζομαι!>>

Love and PrejudiceWhere stories live. Discover now