Κεφάλαιο 28ο

214 25 6
                                    


    Η Ελεάννα είχε κουκουλωθεί ολόκληρη με την πικέ καλοκαιρίνη κουβερτούλα της. Ο ήχος της βροχής και των αναρίθμητων βροντών την τρόμαζε υπερβολικά. Δεν είχε ξανά συμβεί ποτέ ξανά αυτό. Γι αυτό και θύμωνε πολύ με τον εαυτό της.
   Ένιωθε να ιδρώνει όλο της το κορμί κάτω από την κουβέρτα. Αλλά, δεν έπαιρνε την απόφαση να βγάλει το κεφάλι της, ούτε για να πάρει μια ανάσα. Τελικά οι συναντήσεις με την ψυχολόγο δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Αφού ο φόβος δεν έλεγε να φύγει. Ήξερε βέβαια πως ήταν νωρίς για κάτι τέτοιο.
   «Ελεάννα μπορείς. Πρέπει να ξεπεράσεις τους φόβους σου.» είπε στον εαυτό της.
   Ξεπρόβαλλε διστακτικά το κεφάλι της από την κουβέρτα. Κοίταξε γύρω της και βγήκε ολόκληρη από την ανόητη κρυψώνα της. Πλησίασε το παράθυρο. Άνοιξε τις κουρτίνες για να δει τι γινόταν έξω.
   Η λάμψη μιας αστραπής φώτισε όλο τον ουρανό κι ύστερα ακούστηκε ένα δυνατό μουγκρητό.    Ένιωσε επιτακτική την ανάγκη να κουκουλωθεί ξανά αλλά, δεν το έκανε.
   Κάποια στιγμή συνήθισε τους ήχους και παρακολουθούσε με δέος το θέαμα έξω από το παράθυρο. Η βροχή στο χωριό ήταν μαγευτική. Καθώς οι χοντρές σταγόνες έπεφταν με φόρα στο χώμα δημιουργούσαν μικρούς, διάσπαρτους λασπώδης λάκκους. Περισσότερο όμως τις άρεζαν οι μικρές σταγόνες που κυλούσαν από τα λουλούδια στο έδαφος, ήταν σαν άκουγε τον ήχο τους καθώς προσγειωνόταν. Οι κορμοί των δέντρων φαίνονταν πιο σκούροι γεγονός που τους πρόσφερε μια επιβλητική αγριάδα.
   Θα μπορούσε να χαζεύει αυτό το πανέμορφο σκηνικό για ώρες, αν δεν διέκοπτε την αφηρημάδα της ένας δυνατός κεραυνός συν το απότομο άνοιγμα της πόρτας.
   Η Ελεάννα πετάχτηκε ολόκληρη και μια μικρή τσιρίδα ξέφυγε από τα χείλη της. Μόλις είδε την μαμά της να στέκεται στην πόρτα, ανέπνευσε ανακουφισμένη και στηρίχτηκε στον τοίχο για να ηρεμήσει.
   «Συγγνώμη. Έπρεπε να χτυπήσω πόρτα.» είπε, έχοντας παρακλητικό ύφος.
   «Δεν πειράζει.» ψέλλισε η Ελεάννα, η οποία σιγά σιγά έβρισκε την αυτοκυριαρχία της. «Θέλεις κάτι;» την ρώτησε ήρεμα.
   «Εμ ήθελα να δω άμα κοιμάσαι. Και να σου πω να μην κανονίσεις τίποτα για μεθαύριο.»
   «Γιατί;»
   «Γιατί πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.»
   «Πες το μου τώρα.» είπε με ήπιο τόνο.
   «Δεν γίνεται τώρα. Πέσε κοιμήσου να ξεκουραστείς. Πέρασε η ώρα.» είπε η Ντέπη και έφυγε βιαστικά.
   Φαινόταν κάπως αναστατωμένη αλλά, η Ελεάννα δεν ασχολήθηκε περισσότερο με αυτή την σκέψη. Γύρισε πάλι προς το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει. Αφήνοντας πίσω της ένα σκηνικό που μαρτυρούσε την περασμένη παρουσία της.
   Θα ήταν πολύ ωραία να βρισκόταν μαζί της ο Χάρη, να έχει τυλιγμένα τα χέρια του γύρω από το σώμα της, να στηρίζει το κεφάλι του στον ώμο της και να παρατηρούν αμίλητοι την ομορφιά της φύσης.
   «Σύνελθε. Ονειροβατείς» υπενθύμισε στον εαυτό της.
   Της έλειπε κάθε μέρα και πιο πολύ. Ένιωθε μισή. Άραγε εκείνος θα την είχε ξεχάσει; Θα είχε βρει κάποια άλλη; Μπορεί και να είχε γυρίσει στην Βιβή.
   Κουταμάρες, σκέφτηκε. Δεν είναι τέτοιος ο Χάρης, συνέχισε την σκέψη της.
   Πήρε το κινητό στα χέρια της. Δεν είχε κανένα μήνυμα. Μπήκε για άλλη μια φορά στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες τους. Κοίταξε το πρόσωπο του με θλίψη. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως έκανε μεγάλη χαζομάρα. Όπως της είχε πει και η Μαρίζα και η μητέρα της έπρεπε να τον αφήσει να αποφασίσει ο ίδιος τι θα έκανε μαζί της, όχι εκείνη.
   Απενεργοποίησε το κινητό της και έκλεισε τα μάτια. Ο ύπνος άργησε να την πάρει εκείνη την ημέρα. Αλλά, τελικά τα κατάφερε.

   Η Ντέπη καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Είχε έρθει η μέρα. Από ώρα σε ώρα θα ερχόταν ο Νίκος. Άραγε εκείνος είχε τόσο άγχος όσο εκείνη;
   Τότε ακούστηκε ο ήχος από το κουδούνι.
   «Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο;» είπε τόσο ψιθυριστά, που μέχρι και η ίδια δεν άκουσε τα λόγια της.
   Άνοιξε την πόρτα και έκανε μεγάλη προσπάθεια να χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε. Παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει.
   Ο Νίκος μπήκε μέσα σοβαρός και αμίλητος, έριξε μια στιγμιαία ματιά στην Ντέπη και ύστερα κοιτούσε τους τοίχους. Φοβόταν αρκετά την αντίδραση της Ελεάννας. Ίσως, να μην ήθελε ούτε να τον βλέπει. Ίσως, να τον αρνιόταν για πατέρα της. Αυτό και μόνο σαν σκέψη τον στεναχωρούσε.
Ο ίδιος είχε χαρεί τόσο πολύ όταν έμαθε ότι είναι κόρη του και παρακαλούσε το θεό να κάνει το ίδιο και η Ελεάννα. Θα προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να αναπληρώσει το χρόνο που χάσανε.
   «Πότε θα κατέβει;» ρώτησε την Ντέπη.
   «Ελεάννα αργείς;» φώναξε για να την ακούσει.
   «Όχι μαμά.» ακούστηκε από το δωμάτιο της Ελεάννας και εντός λίγων δευτερολέπτων έκανε την εμφάνιση της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Νίκο. Έδειξε φανερά το ξάφνιασμα της.
   Η μητέρα της ήθελε να της πει κάτι σοβαρό. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την παρουσία αυτού του κυρίου στο σαλόνι της.
   «Βάλε τα παπούτσια σου. Θα πάμε μια βόλτα και θα σου τα πούμε όλα.» είπε η Ντέπη και κατάφερε να κρύψει τον εκνευρισμό της.
   «Και οι δύο;» απόρησε για άλλη μια φορά η Ελεάννα.
   «Ναι και οι δύο. Μας αφορά και τους τρεις.»
   Βγήκαν έξω από το σπίτι και κατευθύνονταν προς την απομονωμένη παιδική χαρά. Στην διαδρομή δεν έλεγαν τίποτα. Ο καθένας έκανε τις δικές του σκέψεις. Όταν φτάσανε η Ντέπη αποφάσισε να κάνει την αρχή της συζήτησης.
   «Ελεάννα καταλαβαίνω πως σου φαίνεται πολύ περίεργο που βρίσκεται μαζί μας και ο Νίκος σε αυτό το σοβαρό που θέλω να σου πω, αλλά πίστεψε με συνδέεται άμεσα.»
   Η Ελεάννα δεν απαντούσε. Περίμενε να συνεχίσει η μητέρα της και να μάθει επιτέλους αυτό το σημαντικό νέο που είχαν να της πούνε. Όλη αυτή η καθυστέρηση και ο πρόλογος την έκαναν νευρική και αγωνιώδης.
   Η Ντέπη κοίταξε για λίγο τον Νίκο, ο οποίος μία κοιτούσε εκείνη και μία την Ελεάννα. Φαινόταν το ίδιο αγχωμένος με την εκείνη.
   «Λοιπόν» είπε μα δεν μπορούσε να συνεχίσει. Εδώ και δύο μέρες προετοίμαζε τα λόγια της.   Εκείνη την στιγμή όμως, οι λέξεις την εγκατέλειψαν κι όσο κι αν ήθελε να συνεχίσει, φαινόταν αδύνατο.
   «Θα μου πεις επιτέλους;» ρώτησε εκνευρισμένα η Ελεάννα.
   «Η μητέρα σου θέλει να πει πως εδώ και χρόνια σου έλεγε ψέματα για τον πατέρα σου.» προσπάθησε να κάνει αυτός την αρχή ώστε να συνεχίσει η Ντέπη έχοντας μία βάση.
   Η Ελεάννα αισθανόταν περίεργα όταν πήρε το λόγο ο Νίκος. Ένιωθε σαν να μπλεκόταν σε ξένες υποθέσεις παρόλο που η μητέρα της, της είχε είπε ότι συνδεόταν άμεσα με αυτό που λογικά θα άκουγε σε λίγο.
   «Τι ψέματα;»
   «Ο Αλέξης, Ελεάννα μου δεν είναι ο βιολογικός σου πατέρας.» ξεστόμισε με μια ανάσα και ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από μέσα της. Ήταν ωραία η αίσθηση.
   Η Ελεάννα γούρλωσε τα μάτια. Στην αρχή πίστευε πως δεν άκουσε καλά, αλλά μετά κοίταξε τον Νίκο δίπλα στην μητέρα της και τότε άρχισε να υποψιάζεται.
   «Και ποιος είναι ο βιολογικός μου πατέρας;» ρώτησε για να επιβεβαιώσει τις υποψίες της.
   «Εγώ.» της απάντησε χαμηλόφωνα ο Νίκος.
   Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω. Παρατήρησε ότι έμοιαζαν αρκετά. Όμως, δεν ένιωθε απολύτως τίποτα για τον άντρα που βρισκόταν απέναντι της. Ένα απέραντο κενό συναισθημάτων την χαρακτήριζε εκείνη την στιγμή. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει κάτι για αυτόν.
   «Δεν έχεις να πεις κάτι;» ρώτησε διστακτικά η Ντέπη.
   «Δεν ξέρω. Σίγουρα όμως, χαίρομαι που δεν είναι πατέρας μου ο Αλέξης.» είπε. Της ήταν πολύ εύκολο να ξεγράψει την λέξη πατέρας από το συγκεκριμένο άτομο.
   Το πρόσωπο του Νίκου έλαμψε στιγμιαία. Παρόλο που δεν έπρεπε, χαιρόταν που η Ελεάννα απαρνήθηκε τον Αλέξη. Ως ένα σημείο του φαινόταν παράξενο. Θα πρέπει να της είχε κάνει κάτι πολύ κακό. Θα μάθαινε στην πορεία.
   Τον Αλέξη αν και δεν τον γνώρισε ποτέ προσωπικά τον σιχαινόταν. Δεν μπορούσε να δεχτεί ακόμα το γεγονός ότι εκείνος κατάφερε να πάρει μακριά του την Δέσποινα. Την δική του Δέσποινα. Τώρα όμως, του είχε πάρει αυτός την κόρη και ένα μέρος του εαυτού του το ευχαριστιόταν.
   Η Ντέπη από την άλλη, δεν ένιωθε διόλου παραξενεμένη από τα λόγια της κόρης της, όσο από την αντίδραση της. Δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσο ψύχραιμη μετά από την είδηση. Έδειχνε να μην την νοιάζει καθόλου.
   «Τώρα αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να γυρίσω σπίτι.» είπε η Ελεάννα και τους είδε που ήταν έτοιμοι και οι δύο να την ακολουθήσουν. «Μόνη μου.» συμπλήρωσε. Είχε ανάγκη να περπατήσει λίγο και να σκεφτεί ορισμένα πράγματα. Η ζωή της για άλλη μια φορά έκανε τούμπα και εκείνη έπρεπε να βρει πάλι έναν τρόπο να την φέρει στα ίσα της.
   Όλα μαζεμένα της πέσανε. Είχε που είχε τα προβλήματα της με τα τραύματα που άφησε η απαγωγή, είχε και τον χωρισμό της με τον Χάρη. Ήρθε να προστεθεί και αυτό.
   Μόνο που αυτό δεν της φάνηκε και τόσο δυσάρεστο. Αντιθέτως, έπιανε τον εαυτό της να χαίρεται που δεν ήταν πατέρας της ο Αλέξης. Δεν ήξερε όμως, αν έπρεπε να χαρεί και για τον Νίκο. Είχε παρατηρήσει πως συμπεριφερόταν ελαφρώς επιθετικά στην μητέρα της, γεγονός που σε της άρεζε καθόλου.
   Ο χρόνος θα έδειχνε τα πάντα και η Ελεάννα ήταν διατεθειμένη να αφεθεί στα χέρια του.    

Θα αντέξει ο έρωτας;Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora