Κεφάλαιο 7

1.1K 139 3
                                    

ΓΙΑΝΝΗΣ

Την οδήγησε σε μια μεταλλική ψαρόβαρκα και την βοήθησε να μπει μέσα. Η βάρκα κουνήθηκε και η Ελίζα παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Θα είχε πέσει αν δεν την κρατούσε ο Γιάννης.

Της πέταξε τα πραγματά της.
<<Κάθισε στο μπροστινό κάθισμα και φόρεσε ζώνη ασφαλείας. Αν πέσεις θα σε κρατήσει μέχρι να σε ψαρέψω.>>

<<Όπως έκανες με τον κυπρίνο;>>

<<Όχι, φίλησα το ψάρι και το ξαναέριξα μέσα για γούρι. Αυτό δεν θα το έκανα σε εσένα.>>

Τα μεγάλα μάτια της έδειχναν οτι ένιωθε μπερδεμένη. Θα την άδηνε να αναρωτιέται αν εννοούσε ότι δεν θα την φιλούσε ή οτι δεν θα την ξαναέριχνε μέσα. Μπήκε και εκείνος μέσα και κατέβασε την μηχανή στο νερό. Τράβηξε το κορδόνι και η μικρή μηχανή ζωντάνεψε. Κάθισε αναυτικά και τη ειπε.
<<Δεν θα σημειώσουμε ρεκόρ ταχύτητας αλλα η βόλτα μας θα είναι ευχάριστη.>>

<<Δικήνσου είναι η βάρκα;>>

<<Όχι της Ρούλας. Με αφήνει να την παίρνω όποτε θέλω>>

<<Επειδή την βοηθάς;>>

<<Αυτή είναι η ερωτησή σου;>>

<<Τι;>>

<<Η ερώτηση που θα μου έκανες είναι να μάθεις αν δουλεύω στην προβλήτα;>>

<<Κάνω απλώς συζήτηση>> η Ελίζα κατσούφιασε.

<<Μάλιστα. Ξέρεις τι νομίζω εγώ; Πιστεύω οτι θα μπορέσεις να μου κάνεις ένα σωρό ερωτήσεις χωρίς να το πάρω χαμπάρι.>>

Η Ελίζα δάγκωσε τα χείλη της και έστρεψε αλλού το βλέμμα. Ο Γιάννης δεν μπορούσε να μην γελάσει. Την είχε πιάσει στα πράσα. Αυτη η γυναίκα ήταν μια μεγάλη έκπληξη.

<<Που πάμε;>>

Της έδειξε πίσω της ένα κομμάτι της γής. Η τεχνιτή λίμνη ήταν στενόμακρη και έμοιζε σαν ποτάμι και πολλά δέντρα τριγύρω.

Κόβοντας ταχύτητα ο Γιάννης άφησε την βάρκα να μπει στον όρμο φτανοντας όσο γινόνταν πιο κοντά στην ακτή. Πέταξε ένα σκοινί γύρω απο μια μεταλλοκή δέστρα. Κοίταξε την Ελίζα και της είπε.
<<Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο, βγάλε λοιπόν το φορεμά σου>>

<<Κατέβα εσύ και θα έρθω και εγώ>>

<<Έχεις οδηγήσει ποτέ εξωλέμβιο βάρκα;>>

<<όχι>>

<<Ξέρεις πων να βάλεις μπροστά την μηχανή;>>

Κόκκινος ΠειρασμόςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora