Chapter 11

23 7 0
                                    

Την επόμενη μέρα ξυπνάω βλέποντας δίπλα μου τη μάνα μου που είχε ετοιμάσει τα πράγματά μου για να φύγω απ'το νοσοκομείο.
-Σίγουρα δεν θες καμία βοήθεια;
Είπε βουρκωμένη.
-Το ξεκαθάρισα μια φορά.
Είπα μη μπορώντας να τη συγχωρέσω.
Αφού πήρα εξητήριο πήρα τα πράγματά μου και ξεκίνησα για να πάρω λεοφωρείο.Κοίταξα τα δρομολόγια και το επόμενο για Αθήνα ήταν για τις δώδεκα.Τέλεια.Δύο ώρες πριν φύγω από δω.Μακριά απ'τη γυναίκα που δεν με βοήθησε ποτέ.Μακριά απ'τη γυναίκα που μόνο προβλήματα δημιουργούσε.
Μόλις έφτανα θα κοιτούσα κατευθείαν για δουλειά.Οτιδήποτε.Μετά θα έπρεπε να ψάξω κάπου να μείνω.Και μετά θυμήθηκα.Θυμήθηκα τον Έρικ.Έχω να του μιλήσω έναν χρόνο.Αλλά από επιλογή του.Ίσως αν του ζητούσα βοήθεια...Χωρίς να το σκεφτώ κάλεσα τον αριθμό του.Χτύπησε πέντε-έξι φορές και πήγα να το κλείσω όταν άκουσα τη γνώριμη φωνή του.
-Έμιλυ;
-Έρικ.Έρχομαι Αθήνα.
-Αλήθεια;Θα έρθω να σε πάρω.Με λεοφωρείο έρχεσαι;
-Ναι δώδεκα ξεκινάω...κατά τις δύο έλα να με πάρεις.
-Εντάξει θα σε δω εκεί.
Παραξενεύτηκα που ήταν τόσο ευγενικός μαζί μου.Αν και δεν θυμάμαι γιατί ήθελε να φύγει και πρώτα απ'όλα να πάει στη μάνα του που τον είχε παρατήσει.Δεν είχα σκοπό να ξεκώψω μαζί του.Μα δεν θυμώμουν γιατί;Γιατί έφυγε;Γιατί δεν μιλήσαμε έναν χρόνο;Μήπώς δέν μου είχε πει;Θα τον ρωτούσα όταν έφτανα.

....

Η ώρα πήγε δώδεκα.Επιβιβάστηκα και μετά από δέκα λεπτά το λεοφωρείο ξεκίνησε.Χάζευα το όμορφο τοπίο.Είχα καιρό να δω κάτι όμορφο.Δεν κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος αλλά το επόμενο πράγμα που κατάλαβα ήταν ένα σκούντηγμα για να μου πουν ότι φτάσαμε.
Τηλεφώνισα κατευθείαν στον Έρικ και μου είπε ότι ήταν καθ'οδόν.Όταν έφτασα με χαιρέτησε με τον συνηθισμένο τρόπο σαν να μην είχε γίνει τίποτα.Εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε αν θα ήμουν αγενής για αυτό ρώτησα αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο.
-Έρικ γιατί σταματήσαμε να μιλάμε;Δεν μπορώ να θυμηθώ.Ειλικρινά.
Είπα θέλοντας να τον κάνω να με πιστέψει και όχι να νομίζει ότι τον κοροϊδεύω ή κάτι τέτοιο.
Το πρόσωπό του έδειξε να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι και ύστερα απάντησε ήρεμα:
-Δεν έγινε κάτι.Απλώς δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν έπρεπε να βοηθάω την μάνα μου.
Δεν πείστηκα.Μισούσε τη μάνα του και τώρα την βοηθούσε;
-Εσύ μου είχες πει ότι την μισούσες.Ότι δεν ήθελες σχέσεις μαζί της.
Είπα καχύποπτα.
-Υπάρχει για όλα μια εξήγηση Εμ.
Δεν με ενδιέφερε να μου πει τι εξήγηση οπότε δεν συνέχισα άλλο την συζήτηση.
-Πώς και αποφάσισες να έρθεις εδώ;
-Μιας και τον άλλο μήνα γίνομαι δεκαοχτώ δεν χρειάζομαι πλέον τη μάνα μου.Ξέρεις ότι δεν μπορώ να τη συγχωρήσω.
Είπα και στο μυαλό μου ήρθε η τελευταία συνάντηση μαζί της.
-Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις;
-Σκεφτόμουν να τελειώσω το λύκειο.Αλλά χρειάζομαι και μία δουλειά.Οτιδήποτε.
-Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ,είπε πρόθυμα.Ένας φίλος μου έχει ένα μπαρ εδώ πιο κάτω.Θα τον ρωτήσω.Αν θες να σε πάρω μαζί μου.
-Θα ήταν καλά.
Είπα με έκπληξη.Δεν περίμενα να έρθουν τα πράγματα τόσο καλά.
-Και επίσης μπορείς να μείνεις όσο θες μαζί μου.Μένω στη μάνα μου για να τη βοηθάω αλλά έχουμε αρκετό χώρο.
-Ωραία.
Κατάφερα να πω.Δεν μπορούσα να μην είμαι ευγενική μετά από όλη την βοήθειά του.
Το βράδυ έφτασε και πήγαμε στο μπαρ του φίλου του Έρικ.Δεν ήθελε άλλες σερβιτόρες και έτσι προσφέρθηκα να καθαρίζω τα πρωινά.Δέχτηκε με μικρό μισθό βέβαια αλλά μέχρι να έβρησκα κάτι καλύτερο μου έφτανε.Οπότε κάθε πρωί στις εφτά.
Ευχαρίστησα τον Έρικ για τη βοήθειά του.Δεν το συνίθιζα αλλά πλέον και το ευχαριστώ ήταν λίγο.Δεν ήμουν ευγενική γενικότερα αλλά ήξερα να εκτιμάω.
-Με τις παραισθήσεις σου πώς πας; με ρώτησε.Δεν το περίμενα αλλά ήταν ο μόνος που είχα μιλήσει για αυτές.
-Τον τελευταίο χρόνο δεν είχα καθόλου.
Περίεργο.Όμως τώρα που το σκεφτόμουν όντως δεν είχα.
-Το φαντάστηκα...
-Πώς;
Δεν είχαμε μιλήσει εδώ και καιρό πώς το φαντάστηκε;
-Ε να μωρέ φαντάστηκα ότι θα το ξεπερνούσες.Είπε κομπιάζοντας.Δεν συνήθιζε να κομπιάζει.Κάτι μου έκρυβε.Αλλά μπορεί και να 'ταν ιδέα μου.Τα έβλεπα όλα με καχυποψία πάντα και δεν ήθελα αυτή τη στιγμή να τσακωθώ με έναν άνθρωπο που με βοήθησε.Οπότε το άφησα.
Όταν φτάσαμε σπίτι του ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιο που μου είχε αφήσει.Είχε μία βιβλιοθήκη και το μάτι μου έπεσε στο πρώτο βιβλίο.Είχε εξώφυλλο βιβλίου ποίησης αλλά το περιεχόμενό του ήταν παράξενο.Το άνοιξα στον σελιδοδείκτη και διάβασα "Πώς να επανφέρεις την ψυχή σε ένα σώμα και να καταστρέψεις το μέρος της συντριβής της."Σκέφτηκα ότι ίσως να ήταν κάποιο βιβλίο που διάβαζε αλλά φαίνονταν σαν πραγματικές οδηγίες.Συνέχισα σε άλλη σελίδα που έλεγε πώς να επαναφέρεις τη μνήμη σου.Αν αυτό το βιβλίο έστεκε ίσως να θυμώμουν το κενό που ένιωθα.Έκλεισα τα μάτια και ακολούθησα τις οδηγίες.Και ξαφνικά τα θυμήθηκα όλα.

Empty&ColdWhere stories live. Discover now