Κεφάλαιο 2

1.7K 179 4
                                    


«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» ξεσπάθωσε ο Νεμίρ, που μετέφερε απρόθυμα το καζάνι με το βραστό νερό στο δωμάτιο της Αλιμά, όπου είχαν βάλει τον μισοπεθαμένο ξένο.

«Ξέρεις τί θα μας κάνουν, αν τον βρουν εδώ; Ξέρεις τί θα μας κάνει εκείνος, αν συνέλθει τελικά;»

Η Αλιμά έδεσε και το τελευταίο κορδόνι του στεγνού φουστανιού, που είχε φορέσει, και μάζεψε τα μαλλιά της σφιχτά στο κεφάλι της.

«Δε ξέρω τί θα μας κάνει∙ αυτό που ξέρω είναι ότι είναι τραυματισμένος και ότι πρέπει να τον βοηθήσουμε!» απάντησε η Αλιμά βιαστικά.

«Να τον αφήσουμε να σαπίσει πρέπει!» είπε ο Νεμίρ μέσα από τα δόντια του.

Ξαφνικά τον άρπαξε από το μπράτσο αναγκάζοντάς τον να την κοιτάξει.

«Ο κύριός σου με μάζεψε κάποτε από τη θάλασσα. Εμένα και τη μητέρα μου, αλλόθρησκες και ξένες. Θεωρείς ότι έπρεπε και εμάς να μας αφήσει να σαπίσουμε;» τον προκάλεσε με τα πράσινα μάτια της να πετούν σπίθες. Το αίμα σφυροκοπούσε στους κροτάφους της.

«Όχι, κυρά», απάντησε σφιγμένα ο Νεμίρ, «φυσικά και όχι...»

«Τότε πήγαινε, γιατί δεν έχουμε καιρό για χάσιμο».

Η Αλιμά πήρε μια βαθιά εισπνοή και κατέβηκε στο υπόγειο, για να φέρει όλα όσα θεωρούσε απαραίτητα. Φτάνοντας κάτω πλησίασε τον πάγκο και στα τυφλά επέλεξε από τα ράφια μπροστά της τρία μικρά μπουκαλάκια. Κοίταξε το γουδί μπροστά της και άρχισε να ρίχνει μεθοδικά τις αναλογίες που αντιστοιχούσαν σε κάθε υλικό.

Πρόσθεσε τα βότανα που ήθελε και άρχισε να χτυπά το μίγμα, μέχρι που αυτό μετατράπηκε σε μια παχύρρευστη αλοιφή. Στο τέλος, έριξε μερικούς σπόρους φράουλας και άρχισε ξανά να ανακατεύει. Όταν τελείωσε, πήρε στο χέρι της και το μπουκαλάκι με το έγχυμα λεβάντας και κινήθηκε γοργά προς την κάμαρά της.

Το δωμάτιο ήταν λουσμένο με φως. Ο Νεμίρ και η Χανάν κάθονταν δεξιά και αριστερά κοιτάζοντας αδιάφορα τον ξανθό γίγαντα, που είχε καταλάβει όλο το κρεβάτι της.

«Νεμίρ, μπορείς να φύγεις, Χανάν, εσύ βοήθησέ με», πρόσταξε η Αλιμά, καθώς εναπόθεσε τα φάρμακά της στο τραπεζάκι δίπλα από το στρώμα. Άρχισε να λύνει τα λουριά του θώρακά του και στη συνέχεια τράβηξε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε το συρμάτινο πανωφόρι.

«Χανάν, έλα», είπε στη γυναίκα που στεκόταν παράμερα, χωρίς να έχει σαλέψει.

«Θα τον γδύσεις;» τα μάτια της Χανάν είχαν ανοίξει διάπλατα.

Στη σκιά του ΚαθήκοντοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora