Ανοίγω την πόρτα κοιτάζοντας το πάτωμα. Δεν θέλω να σηκώσω το κεφάλι μου, φοβάμαι... δεν θέλω να τον δω, δεν θέλω να τον κοιτάξω, να τον αντικρίσω. Φοβάμαι το τι μπορεί να κάνω. Πάντα είχε αυτήν την δύναμη να με κάνει να μην μπορώ να ελέγξω τις αντιδράσεις μου. Πάντα μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου μαζί του, να μην σκέφτομαι την κάθε μου λέξη, φράση, κίνηση.
Προχωράω μπαίνοντας μέσα αργά, φοβούμενη μην είναι εδώ. Χτυπάω την κάρτα μου και ανεβαίνω επάνω συνεχίζοντας να αντικρίζω το άσπρο πάτωμα. Νιώθω πως δεν έχω την δύναμη να σηκώσω το βλέμμα μου και πραγματικά, δεν την έχω.
Επιλέγω να κάνω τις ασκήσεις μου πάνω σήμερα. Δεν θέλω να κατέβω κάτω, δεν θέλω να βρεθώ κοντά του. Δεν μπορώ, δεν το αντέχω.
Μόλις τελικά τελειώσω, αλλάζω και ξεκινάω να κατεβαίνω τις σκάλες μια προς μια φέρνοντας έτσι αναμνήσεις μας στο μυαλό μου. Αναμνήσεις που είχα θάψει εδώ και μερικές εβδομάδες. Η καλύτερη και συγχρόνως η χειρότερη είναι τότε που κατάφερε να ξεστομίσει αυτό το πολυπόθητο "σ' αγαπώ"...
-FLASHBACK-
"Ξέρεις κάτι; Δεν πρόκειται να ασχοληθώ άλλο!", φωνάζω μέσα στα μούτρα του. Τα πρόσωπα μας βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής.
"Κάνεις σαν υστερική και το ξέρεις πολύ καλά αυτό!", φωνάζει και εκείνος.
"Υστερική; Εσείς κρατιόσασταν χέρι - χέρι!"
"Σου εξήγησα πως δεν είναι αυτό που σου είπαν!", αναστενάζει και τα βουρκωμένα μάτια μου αφήνουν το βαρύ φορτίο τους να κυλήσει στα μάγουλα μου. Πλέον νιώθω το σπίτι του να με πνίγει σαν μια σφιχτή θηλιά γύρω από τον λαιμό μου.
"Όχι, δεν μου εξήγησες. Δεν μου λες αυτό το γαμημένο γιατί..." ψιθυρίζω κοιτάζοντας το πάτωμα.
"Μα σου είπα πως..."
"Δεν έχει σημασία!", τον διακόπτω κοιτάζοντας τον στα μάτια. Δεν απαντάει, απλώς με κοιτάζει με καρφωμένο του βλέμμα του στο δικό μου.
Αναστενάζω και αφού πάρω την τσάντα μου από τον καναπέ του, ανοίγω την πόρτα. Ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να με τραβάει ξανά μέσα. Η πόρτα κοπανάει και το χέρι του, κρατώντας με σφιχτά, με γυρίζει χτυπώντας με πάνω της. Το κεφάλι μου αρχίζει να κατακλύζεται από έναν τρομερό πόνο, που είναι σχεδόν αδύνατο να αγνοήσω. Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου και το κράτημα του μ' ελευθερώνει. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου, ώστε να μην κλάψω και ανοίγοντας τα μάτια μου βλέπω το απεγνωσμένο και ταυτόχρονα σοκαρισμένο πρόσωπό του.
