Μέρα 167η: 13 Αυγούστου

237 25 7
                                    

Η Λισσαβόνα είναι μπροστά τους, όμορφη, λουσμένη με το φως της Μεσογείου, μπαλωμένη με πανέμορφα χρώματα και χρυσαφιές ανταύγειες του ήλιου στα νερά της. Η ζέστη είναι ανυπόφορη, όμως η χαρά τους για τις νέες εικόνες που προσλαμβάνει ο εγκέφαλός τους αντικαθιστά την όποια ταλαιπωρία. Η Μόνικα και ο Κ. προτίμησαν να καθίσουν σε ένα πολυτελές καφέ, ενώ ο Μήτσος με τη Ντι χάνονται στα σοκάκια της ανηφορίζοντας προς το κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην κορυφή τςη Αλφάμα.

 Το χτεσινό βράδυ ήταν περίεργο για όλους τους. Ο Κ. ξίνισε όταν ο αδελφός του ζήτησε ίδιο δωμάτιο με τη Ντι, ξίνισε ακόμη περισσότερο όταν είδε τη Ντι να δέχεται αβίαστα βάζοντας απλά την τυπική προϋπόθεση των δύο ξεχωριστών κρεβατιών. Η Μόνικα με τη σειρά της ξίνισε που ο σύντροφός της τόσο έκδηλα ενοχλήθηκε από κάτι που θα έπρεπε να είναι αμελητέο αφού πλέον ήταν μαζί της. Ο Μήτσος και εκείνος πήρε μια ξινή έκφραση αποδοκιμασίας προς το ζευγάρι και μονάχα η Ντι γλίτωσε από τη γεύση λεμονιού στο πρόσωπό της.

Για τη Ντι ευτυχώς ο ύπνος ήρθε γρήγορα. Δε χρειάστηκε να νιώσει άβολα που βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με τον Μήτσο, ένιωσε όμως πολύ παράξενα όταν ξύπνησε και τον συνέλαβε να την κοιτάζει. Ντύθηκε γρήγορα και κατέβηκε να πάρει πρωινό πριν από εκείνον, όπου συνάντησε τη Μόνικα και τον Κ. να τρώνε ήδη. Ήταν λες και συναντούσε δύο ξένους, δύο άγνωστους που ίσα ίσα κούνησαν το κεφάλι τους μόλις την είδαν. Δε κάθισε καν μαζί τους.  Μάλιστα γύρισε την πλάτης προς την αντίθετη κατεύθυνση για να μην έχει καν οπτική επαφή μαζί τους. Ένιωσε να τη σχολιάζουν, σχεδόν άκουσε τη Μόνικα να την κακολογεί στον Κ. για τον απαίσιο τρόπο της. Στο μυαλό της τής ήρθαν τα λόγια του Μαρτσέλο. Είχαν καταφέρει άραγε να τη μετατρέψουν σε κυνική και σε ένα πλάσμα που στην προσπάθειά του να αμυνθεί φερόταν χειρότερα από τους άλλους;

Ο Μήτσος όταν κατέβηκε κάθισε μαζί της. Την είδε μελαγχολική και τη ρώτησε τι έχει. Εκείνη του εξήγησε. Ο Μήτσος έβαλε τα γέλια, απόρησε με το μέγεθος της καλοσύνης της.

"Δεν έβλαψες κάποιον, απλά προστατεύεις την ψυχολογία σου. Και πολύ καλά κάνεις".

Και να τοι τώρα. Μετά από μια μέρα σχεδόν διαφορετικής πορείας με τους άλλους δύο και ελάχιστες κοινές συναντήσεις για να έχουν την ψευδαίσθηση πως έχουν ταξιδέψει μαζί, μόνοι τους κάτω απ' το φως ενός ήλιου που καίει δυνατά, πάντα νέος, πάντα τολμηρός. Ο Μήτσος σκαλώνει σε ένα πλακάκι και πιάνεται από τη Ντι. Η Ντι γελάει, είναι πραγματικά χαρούμενη δίπλα του, λες και όλες οι σκουτούρες έχουν σβήσει με μιας.

"Θα είχες πρόβλημα να μην αφήσω το χέρι σου;"

"Τι; Να με κρατάς σαν να είμαστε ζευγαράκι;"

"Κάπως έτσι. Δήθεν ρομαντικά".

"Γιατί όχι;" του απαντάει η Ντι και πιασμένοι χέρι χέρι φτάνουν σε ένα σημείο με υπέροχη θέα της πόλης.

ΑΚΟΜΗ 34 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

DilemmaWhere stories live. Discover now