Η Αλέξα, είχε απογοητευτεί που όλο αυτό ήταν ένα όνειρο. Βέβαια..σκεφτόταν ότι και η ίδια είχε πει ότι αφού δεν μπορεί να ζήσει κάτι καλό στην πραγματικότητα, ας το ζούσε στο όνειρο.
Οι μέρες περνούσαν και η Αλέξα δεν είχε ξανά δει όνειρο από εκείνη την μέρα. Αυτό το όνειρο δεν το είχε ξεχάσει. Κάθε μέρα σκεφτόταν πόσο πραγματικό ήταν εκείνο το όνειρο.
Είχε περάσει μία βδομάδα και η Αλέξα θα έβγαινε με τους φίλους της. Ήταν μία παρέα πέντε ατόμων. Ο Νίκος ο Γιάννης η Χαρά η Νάντια και η Αλέξα.
Η παρέα δεν ήταν από πάντα μαζί. Πριν ένα χρόνο άρχισαν να κάνουν παρέα και από τότε έγιναν αχώριστοι.
Ο Γιάννης με τον Νίκο ήταν κολλητοί και τα τρία κορίτσια ήταν και αυτές κολλητές. Χάρης στον Γιάννη και την Χαρά πλέον υπήρχε αυτή η παρέα. Πήγαιναν όλοι μαζί στο ίδιο σχολείο αλλά ποτέ δεν έκαναν παρέα ώσπου στον Γιάννη άρεσε η Χαρά και άρχισαν να μιλάνε και στο τέλος τα έφτιαξαν και έγινε αυτή η παρέα.
Η Αλέξα, όλους τους αγαπούσε και τους ένιωθε ότι ήταν δικοί της άνθρωποι. Αλλά πολλές φορές ένιωθε μόνη της καθώς κανένας δεν ήξερε τι γινόταν σπίτι της και κανείς δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Τις ποιο πολλές φορές η Αλέξα ήταν με το χαμόγελο στα χείλη και όταν φαινόταν πεσμένη, όταν την ρωτούσαν τα παιδικά έλεγε ότι απλώς δεν είχε διάθεση.
Δεν είχε πει σε κανέναν τι γινόταν στο σπίτι της γιατί πολύ απλά φοβόταν. Δεν φοβόταν το γεγονός ότι μπορεί ο πατέρας της να το μάθαινε τι λέει στα παιδιά, αλλά φοβόταν ότι άμα το πει σε κάποιον θα γινόταν κάτι κακό. Αυτό το συναίσθημα που άμα πεις κάτι που σκέφτεσαι μπορεί να γίνει κάτι κακό. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει καλά, εδώ καλά καλά ούτε στον εαυτό της δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήξερε ότι δεν είχε λογική αυτό που σκεφτόταν όμως είχε αυτό το πράγμα στο νου της.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Οι φίλοι της δεν ήθελε να τη λυπούνται, ήθελε απλώς τους φίλους της. Να είναι δίπλα της και να την κάνουν χαρούμενη έτσι όπως μόνο αυτοί ξέρουν.
Η Αλέξα ήταν στο δωμάτιό της ετοιμαζόταν για να βγει με τα παιδιά όταν χτύπησε το τηλέφωνό της.
- Έλα, πες μου γρήγορα γιατί ετοιμάζομαι. Είπε η Αλέξα στον φίλο της τον Νίκο.
- Τελικά τι ώρα θα βγούμε ρε; και που θα πάμε; Να ξέρω μωρέ να βάλω τίποτα καλό; είπε ο Νίκος με ένα αλαζονικό χαμόγελο.
- Πάλι γκομενάκι θέλεις να τσιμπήσεις ρε;
- Εε τέτοιο κορμί να μην το χαίρεται κάποια;- Χα χα χα ας μην το σχολιάσω καλύτερα αυτό. Εμ θα πάμε για καφέ από όσο ξέρω. Δεν νομίζω να κάνουμε κάτι άλλο. Του απάντησε η Αλέξα καθώς είχε αποφασίσει ότι θα βάλει το μαύρο μακρύ παντελόνι με μία λευκή κοντομάνικη μπλούζα.
- Και τι ώρα είπαμε ότι θα πάμε;
- Στις 6 είπαμε ότι θα βρεθούμε στη συνηθισμένη.
- Εντάξει. Θες να περάσω να σε πάρω σε κανένα μισάωρο, να πάμε μαζί; ρώτησε ο Νίκος την Αλέξα.
- Μμ λοιπόν τώρα είναι πέντε. Σε μισή ώρα εε; Εντάξει θα σε περιμένω. Μην αργήσεις!! Του είπε η Αλέξα με ένα γέλιο που πρόδιδε ότι έκανε πλάκα.
- Ναι ναι... Πρόσεχε εγώ μην περιμένω εσένα να κάνεις μισή ώρα το μαλλί.
- Σε μισή ώρα θα είμαι έτοιμη αν το κλείσουμε τώρα. Είπε η Αλέξα ξεφυσώντας.
-Εντάξει τα λέμε. Είπε ο Νίκος και το έκλεισε.
Έκλεισε το κινητό και η Αλέξα έβαλε τα ρούχα της και τα συνδύασε με κίτρινα σταράκια. Δεδομένου ότι ήταν καλοκαίρι και έχει ζέστη και όλη την ώρα ιδρώνεις, έβαλε μόνο μάσκαρα και ένα φουξ έντονο κραγιόν. Τα μαλλιά της τα έπιασε μία κοτσίδα πάνω και μετά την μάζεψε γύρω γύρω από το κοκαλάκι.
Άκουσε το κινητό της να χτυπάει και είδε ότι την καλούσε ο Νίκος. Κατέβηκε κάτω και είδε με το ρολόι της ότι είχε περάσει ακριβώς μισή ώρα από τότε που μίλησαν.
Πήγαν στην καφετέρια και βρήκαν τα παιδιά να κάθονται στο συνηθισμένο τραπεζάκι.
Η ώρα πέρασε χαζολογώντας και λέγοντας διάφορα αστεία. Η Αλέξα μετά από πολύ καιρό, πέρασε πολύ ωραία.
- Λοιπόν παιδιά θέλετε να πάμε να δούμε ταινία στο σπίτι μου; είπε ο Γιάννης και όλοι συμφώνησαν.
Έτσι και πλήρωσαν, έφυγαν από την καφετέρια και πήραν τον δρόμο για το σπίτι του Γιάννη. Διάλεξαν να δουν το κάλεσμα. Ήταν ωραία ταινία. Τα κορίτσια φοβήθηκαν λίγο και τα αγόρια τις πείραζαν. Μετά από κάποια ώρα η ταινία τελείωσε.
- Παιδιά εγώ την κάνω νύσταξα. Είπε η Αλεξά στα παιδιά και σηκώθηκε να βάλει τα παπούτσια της.
- Ναι και εγώ θα φύγω. Είπε η Νάντια και σηκώθηκε και αυτή.
- Τότε να σας συνοδεύσω και εγώ αξιαγάπητές μου δεσποινίδες. Τις είπε ο Νίκος με ένα χαμόγελο στα χείλη.
- Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο στον Γιάννη. θα με πάει μετά σπίτι. Είπε η Χαρά και κούρνιασε στην αγκαλιά του Γιάννη.
- Αχ μωρέ τα πιτσουνάκια θα μείνουν μόνα τους. Σχολίασε ο Νίκος.-Ναι για αυτό αδειάστε μας την γωνιά! Είπε ο Γιάννης δείχνοντας την πόρτα.
-Καλά καλά φεύγουμεε!! Κορίτσια πήρατε τα πράγματά σας; Ρώτησε ο Νίκος καθώς πήγαινε προς την πόρτα.
-Ναι, μπορούμε να φύγουμε. Είπε η Νάντια και οι τρεις τους βγήκαν από το σπίτι.
~~~~
Αυτό είναι το τέταρτο κεφάλαιο που ανεβάζω. Ελπίζω να σας αρέσει. Άμα σας αρέσει πατήστε το αστεράκι και σχολίαστε!
VOUS LISEZ
Ο Αόρατος Φύλακας Άγγελός μου
Roman d'amourΗ Αλέξα, ένα κορίτσι 17 ετών ζει σε μία πόλη στη Βέροια. Η ζωή δεν της τα φέρνει όπως θέλει. Οι φίλοι της λίγοι. Δεν είναι καν σίγουρη αν πρέπει να τους αποκαλεί φίλους. Οι γονείς της συνέχεια μαλλώνουν και δεν το αντέχει αυτό. Τώρα όμως τα πράγματα...