4:36 πμ: δυο ωρες ακόμα
4:56 πμ :πνίγομαι. Νιώθω την τελευταία σπίθαμη οξυγόνου να φεύγει απ τους πνεύμονες μου .Συνειδητοποιω οτι κρατάω την αναπνοή μου 'ποση ωρα τωρα άραγε;' Η επόμενη ανάσα ηρθε σαν γροθιά στο σώμα μου. Εισήλθε βίαια στους πνεύμονες μου. Άρχιζω να συνέρχομαι , κοιτάω γύρω μου 'ειμαι στη δουλειά' η μουσικη έρχεται στα αυτιά μου ,εκκωφαντική , τα φώτα αναβόσβηνουν. Ο πανικός μέσα μου φουντώνει
5:06 πμ : το μαγαζί αδειάζει και ετσι χώνομαι σε μια παρέα Γάλλων που εκεινη τη στιγμή βγαίνουν απ την πόρτα . περναω απαρατήρητη και βγαίνω έξω . Ο αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο 'διάολε αυτη ειναι η καλύτερη ανάσα που πήρα ποτε '
Η Ιρις άρχισε να τρέχει μακρυά απ ολους . Απ το κωλομπαρο στο οποίο δούλευε ,απ το αφεντικό της, που δεν περνούσε μερα χωρις να της πει "Ιρις φορά πιο κοντή φούστα πιο κοντή μπλουζα ,Ιρις μην αποπερνεις τους πελάτες" , απ ολους τους μπασταρδους που της πετούσαν πρόστυχα υπονοούμενα
5:45 : βρίσκεται αρκετά μακρυά απ το μπαρ , σταματάει στο περιβόητο περίπτερο του Μπυλι , στην πλατεία -που ειναι πάντα ανοιχτό- . "Καλημέρα Μπυλι, πως ηταν η μερα σου ;" Χαιρέτησε τον περιπτερά οπως έκανε συνήθως . Εκείνος της αποκρίθηκε εύθυμα " σίγουρα είχε πολυ τραγουδι και πολυ ήλιο ·ειν ωραίος ο ήλιος Ιρις μου ,μας ζεσταίνει την καρδια " . "Τι θα πάρεις γλυκιά μου ;" Τη ρώτησε ξαφνικά σα να επανηλθε στη μίζερη πραγματικότητα ." Το συνηθισμένο " απάντησε ,και έφυγε με δυο μικρα μπουκαλάκια κρασί στα χέρια και ενα ηλιθιο χαμόγελο στο πρόσωπο της . Ποτε δεν θα μπορούσε να καταλάβει αν ο Μπυλι ηταν τρελός η υπερβολικά αγαθός . οπως και να χε όμως της έφτιαχνε πάντα το κέφι. Ο Μπυλι ηταν ένας μεσόκοπος άνδρας , παντρεμένος με μια αξιολάτρευτη κύρια . Ανεκπλήρωτό του όνειρο ηταν να γινει τραγουδιστής , όμως οι αντιξοότητες της εποχής τον περιόρισαν στο να αναλάβει το περίπτερο . Ακόμα και ετσι όμως δεν έχανε ευκαιρία να επιδεικνύει τις φωνητικές του ικανότητες στην γυναίκα του αλλα και σ όλη τη γειτονιά .Οποίος περνούσε απ το σπιτι του στο παραπάνω στενό θα τον άκουγε σιγουρα να τραγουδάει στο μπαλκόνι του
Έβαλα τα μπουκαλάκια στη τσάντα και έψαξα για το κινητο μου το οποίο τελικά βρήκα στην τσέπη του παντελονιού μου- αφού πρώτα έριξα ενα ξεγυρισμένο βρισίδι- . " Σκατα " . Κλείστο Απο μπαταρία, . Τι ωρα να ηταν ; Γαμωτο Ιρις γιατι δεν φορτιζεις ποτε το κινητο σου ; Καμία όρεξη για περπάτημα . Εντοπίζω το αγαπημένο παγκάκι "τέλεια δεν ειναι πιασμένο " βγάζω τα μπουκαλάκια με το κρασί ,μονάχα δυο ,μα δεν ήθελα και παραπάνω για να κανω κεφάλι...
Κοίταζε το κενό . Σκεφτόταν πως την καινούργια ημέρα που ξημέρωνε έπρεπε να ψάξει για δουλειά για δεύτερη, φορά μέσα στο μήνα . Σκεφτόταν πως το πρωί είχε μάθημα στο πανεπιστήμιο . Σκεφτόταν οτι έπρεπε να πληρώσει το ενοίκιο στο τελος της εβδομαδας . Τα ματια της βούρκωσαν . Σκεφτόταν οτι κάποιος στην άλλη μεριά της πλατείας την παρακολουθούσε καθισμένος στο παγκάκι . Ο φόβος την άρπαξε απ τα μαλλιά και ενα γιγάντιο διάφανο χέρι της έκλεισε την αναπνοή . Η απόσταση δεν ηταν μεγαλη , τον έβλεπε να την κοιτάει , ένιωθε το βλέμμα του πάνω της
αλλα δεν μπορούσε να διακρίνει τα ματια του . Κατω απ το κίτρινο φως που εξεμπεμπαν οι λάμπες. η φυγουρα του γινόταν πιο τρομακτική , σχεδόν οχι ανθρώπινη . Έπρεπε να ηρεμίσει αυτο ηταν το πρώτο βημα . Φερσου φυσιολογικά , ειπε στον εαυτό της , έξαλλου , ηταν απλά ένας άνθρωπος που καθόταν σε ενα παγκάκι -οχι πια - . Η Ιρις εστίασε διακριτικά στο απέναντι παγκάκι , η μαύρη φυγουρα ειχε εξαφάνιστει . Ενα ρίγος τη διαπέρασε. Θα ορκιζόταν πως πριν δέκα δευτερόλεπτα ηταν εκει και την κοιτούσε . Δεν ειχε παρατηρήσει καμία κίνηση απο μέρος του . Μαλλον το μυαλό της άρχιζε να της παίζει παράξενα παιχνίδια .