Κεφάλαιο 2

20 4 0
                                    

*Flashback 2 χρόνια πριν*

Μετά από ένα ακόμα χτύπημα από τα 'έξυπνα' παιδιά του σχολειού, ήρθε και το 'χτύπημα' από την ιδία μου την παρέα, «θέλουμε να μην μας ξαναμιλήσεις ποτέ ξανά.», είπε η Emily. «Μας ρεζιλεύεις με το να ανέχεσαι να σου συμπεριφέρονται και να σε χτυπάμε έτσι αυτοί οι 'εξυπνάκηδες'.», συμπλήρωσε η Becky. Μετά από αυτό, γύρισα σπίτι κλαίγοντας. Πως γίνεται οι ίδιοι μου οι φίλοι να με διώχνουν? Γιατί ενώ έβλεπαν πως μου φερόταν όλοι, δεν προσπαθούσαν να με βοηθήσουν? Ξέρουν ότι δεν μου αρέσει να ζήτω βοήθεια, γι' αυτό άλλωστε και δεν τους την ζήτησα, αλλά είναι ευπρόσδεκτη, όταν έρθει, αν και δεν έρχεται ποτέ. Με τις σκέψεις αυτές θυμήθηκα σε μια ταινία που είχα δει πως η πρωταγωνίστρια είχε σημάδια στους καρπούς της. Εκείνη τη στιγμή θόλωσα, δεν ξέρω τι σκεφτόμουν, και πήρα το πρώτο εύκαιρο όργανο που βρήκα μπροστά μου κι αυτό ήταν τα νύχια μου. Ναι τα νύχια μου. Τα δάγκωσα για αν γίνουν αγρία και τραχιά και δίχως δεύτερη σκέψη έμπηξα τα αγρία πλέον νύχια μου στο δέρμα του αριστερού καρπού μου. Είχαν αρχίσει αν δημιουργούνται μικρές γρατζουνιές, τις οποίες συνέχισα να ανοίγω με το ψαλίδι που ήταν ακουμπημένο στο γραφείο του δωματίου μου. Δεν έκανα χαρακιές, όπως όλος ο υπόλοιπος πληγωμένος πληθυσμός του κόσμου, αλλά άρχισα να γδέρνω το χέρι μου κατά μήκος του. Σα να απολεπίζεις ένα ψαρί τώρα που το σκέπτομαι. Αφού έφτασα σε σημείο να μην μπορώ να ακουμπήσω πλέον την λεπίδα του ψαλιδιού στο χέρι μου, αφέθηκα στα δάκρυα και τους λυγμούς μου που είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Με όση δύναμη είχα σύρθηκα ως την πόρτα και την έκλεισα για να μην εισβάλλει κανένας απρόσκλητος επισκέπτης, όχι στο σπίτι, αλλά στο δωμάτιο και με δει σε αυτή την κατάσταση. Μόλις έφτασα όμως στην πόρτα , ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Λίγο πριν αφεθώ στο μαύρο πέπλο που με κάλυπτε αργά αλλά βασανιστικά, είδα μια φιγούρα. Δεν με ένοιαζε πλέον αν θα με έβλεπε κάποιος σε τέτοια κατάσταση γιατί ήμουν πεπεισμένη πως ήταν θέμα λεπτών το να πεθάνω. Κάποια στιγμή ένιωσα κάποιον να με σηκώνει στην αγκαλιά του και να με μεταφέρει στο σκληρό, καθώς είχα μήνες να κοιμηθώ εκεί, στρώμα του κρεβατιού μου. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα, μάλλον έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή, δυστυχώς για μένα, συνήλθα κι αντίκρισα έναν γαλανομάτη νέο να με κοιτάξει με θλίψη στα μάτια του. Δεν μου είπε τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό, όπως περίμενα. Μονό ήρθε και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά λες και με ήξερε χρόνια και ήμουν κάτι πολύτιμο γι' αυτόν. Άκουσα ένα μουρμούρισμα να βγαίνει από το στόμα του, αλλά δεν κατάλαβα τι έλεγε. Με σήκωσε και με οδήγησε κούτσα-κούτσα στο μπάνιο. Με το δεξί μου χέρι πηρέ το μπουκαλάκι με το ιώδιο και λίγο βαμβάκι. Έλουσε το βαμβάκι με το παχύρευστο υγρό και το ακούμπησε πάνω στην τεράστια ανοιχτή πληγή που είχα στο μισό σχεδόν αριστερό μου χέρι. Δεν θυμάμαι αν είχα δυνάμεις να κάνω μορφασμούς ή όχι, αλλά σίγουρα πόνεσε πολύ. Αφού ακούμπησε το υγρό βαμβάκι σε όλη την πληγή, χρησιμοποίησε πάλι το ελεύθερο μου χέρι για να πάρει έναν επίδεσμο που είχα ξεχασμένο εκεί. Τον γύρισε σε όλο μου το χέρι και κάλυψε την γεμάτη αίματα πληγή. Με κατεύθυνε προς το δωμάτιο μου και αφού με έβαλε κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα μου, με φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε.

*Τέλος flashback*

Evi's Note: Ξέρω δεν είναι το καλύτερο, αλλά προσπάθησα να συνδιάσω το ρεαλιστικό και το φανταστικό κομμάτι. Μην ξεχνάτε ότι το έγραψα πριν δύο χρόνια, ενώ διάβαζα άλγεβρα για την εξεταστική.

Ο φύλακας άγγελός μου ✓Donde viven las historias. Descúbrelo ahora