Chapter 1

117 10 4
                                    

Ένιωθα κάποιον να μου φυσάει τα ακατάστατα από τον ύπνο καστανά μαλλιά μου, καθώς ένα ψυχρό αεράκι τρύπωσε από το χαλασμένο παράθυρο μου και με χτύπησε κατακέφαλα με αποτέλεσμα να με ξυπνήσει. Είχα άλλα πέντε σημαντικά λεπτά στην διάθεσή μου, αλλά τελικά με μεγάλη καταπίεση έπεισα τον ίδιο μου τον εαυτό να σηκωθώ από το αγαπημένο μου κρεβάτι και να συρθώ μέχρι το μπάνιο. Το κρύο νερό στο κοιμισμένο πρόσωπο μου ήταν απαίσιο όπως πάντα. Περιποιήθηκα τα καλοσχημετισμένα και αστραφτερά δόντια μου και φόρεσα τα ρούχα που είχα ξεδιαλέξει από το προηγούμενο βράδυ.

Μια σιωπή επικρατούσε το σπίτι, αυτό με καθησύχασε ήξερα ότι ήμουν μόνος μου.Με ένα ποτήρι κρύο νερό και μια βιαστική μπουκιά από ένα τοστ με τυρί και μπαγιάτικο ψωμί πήρα το πόδια μου και άρχισα τον Γολγοθά για το σχολείο.

Δεν έχω όρεξη να μιλάω σε κανέναν πρωινιάτικα. Η οδός Πάλμ του Κλάουντ-Τάουν είχε γεμίσει μικρά παιδιά όλων των ηλικιών με μια τσάντα στους ώμους και ένα παράξενο και δυσεύρετο χαμόγελο για τα δεδομένα μου.

"Ματτ !" , ένα ζευγάρι γαλάζιων λαμπρών ματιών ξεπροόβαλαν μπροστά μου τινάζοντας με με αποτέλεσμα να ρίξω το κινητό μου στο έδαφος. Ήταν ο Φρεντερίκ Μάκκιπερ ο παιδικός μου φιλος, πάντα ζαβολιάρης και θαρραλέος, γεμάτος όρεξη για κάθε παλαβομάρα που του κατεβαίνει ξαφνικά στο μυαλό. Τα καστανόξανθα αδύναμα μαλλιά του και το αδύνατο, λιπαρό, κάτασπρο δέρμα του πλαισίωναν το αστείο γεμάτο φακίδες πρόσωπο του που σε έκανε να λυγίζει σε κάθε αστείο του.

"Φρέντι , χρόνια και ζαμάνια" είπα και έπεσα στην αγκαλιά του δίχως να δώσω σημασία στο πεσμένο κινητό μου. Είχα ενθουσιαστεί που είχα ήδη βρει τον παλιό μου φίλο που είχα να δω εδώ και τρεις μήνες, ήμουν έτοιμος να του διηγηθώ όλα όσα πέρασα και να περάσω όσο περισσότερο χρόνο αντέχω μαζί του, πιστέψτε με δεν ειναι εύκολο.

"Αχ, αυτό το πρωινό ξύπνημα είναι υπέροχο " είπε όλο ειρωνεία και με μια άτσαλα εκνευριστική κίνηση χάλασε το περιποιημένο μαλλί μου.

-Έτοιμος για μια αξέχαστη τελευταία χρονια; του είπα

-Γεννήθηκα έτοιμος με ξέρεις, φετος θα με θυμούνται για μια ζωή, είπε και πήρε βλέμμα ήρωα βγαλμένο από ταινία κινουμένων σχεδίων

-Εσένα θα σε θυμούνται και για δύο ζωές Φρεντ, του απάντησα και τα γέλια μας απλώθηκαν σε όλη την οδό Πάλμ.

Εκεί πίσω από τα πόδια του Φρεντ σαν σκυλάκι με την ουρά κατεβασμένα στα σκέλια ήταν ο αδερφός του ο Τιμοθυ που κατά κάποιον περίεργο λόγο ήταν η μέρα με την νύχτα με τον Φρέντι. Με τα καστανοόξανθα μαλλιά και τα καταγάλανα μάτια ο Τιμ ήταν η μινιατούρα του Φρεντ, αλλα μόνο εξωτερικά γιατί εσωτερικά ήταν ντροπαλός, φοβιτσιάρης, δειλός και πότε δεν ρίσκαρε. Ο Τιμ που ήξερα πάντα θα έπαιρνε το εύκολο μονοπάτι αφήνοντας τα δύσκολα για τον μεγάλο του αδελφό που ήταν ο σωματοφύλακες του. Πέντε ολόκληρα χρόνια διάφορα είχαμε με τον μικρό. Ζήλευα απίστευτα το γεγονός ότι ο Φρεντ είχε μικρό αδερφό αυτό ήταν το όνειρο μου πάντα, με σκότωνε να ξέρω ότι ποτέ δεν θα είχα ένα μικρό αδερφάκι να προσέχω και να προστατεύω αφού ο πατέρας μου είχε φύγει όταν ήμουν πέντε. Τον πατερα μου δεν τον ειχα γνωρισει καλα, είχαμε προσωπικούς διαλόγους μέσα από τις φωτογραφίες του που έχει η μαμά στο μέρος όπου σύχναζε ερμηνεύοντας τα αγαπημένα του κομμάτια. Μόλις θυμάμαι να με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και να μου τραγουδάει το αγαπημένο μου τραγούδι παίζοντας στο παλιό του αγαπημένο πιάνο. Αυτό το πιάνο ήταν ένα κομμάτι του πατέρα μου, κανείς δεν τολμούσε να παίξει στα σκονισμένα τώρα πλήκτρα του, ποσό μάλλον να το ξεσκεπάσει απο το πελώριο ύφασμα που το σκέπαζε σαν κουβέρτα μικρό παιδί.

Πήραμε τον δρόμο για το σχολείο όλοι μαζί, η μέρα μου ήδη άρχιζε να καλυτερεύει. Στο σχολείο δεν ήμουν και το πιο δημοφιλής άτομο αλλά είχα τους φίλους μου, κάθε χρόνο ερχόντουσαν και καινούργιοι μαθητές που ήθελα να διερευνήσω πραγμα που δεν ήταν εφικτό γιατί ο ντροπαλός χαρακτήρας μου δεν με άφηνε να κάνω κίνηση. Μόνο με τα αδέρφια Μάκκιπερ ένιωθα μια ελευθερία και μια οικειότητα, ο Φρεντ ήταν απο μικρός ο μόνος άνθρωπος που μου είχε συμπαρασταθεί όταν είχα χάσει τον πατέρα μου, για την ακρίβεια τότε αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, από την ηλικία των πέντε μέχρι σήμερα ήμασταν μαζί.

Καθώς διέσχιζα τις παλαιές αίθουσες του σχολείου, σκονισμένες αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό μου. Είχα περάσει πολλά εδώ όμορφα και άσχημα πράγματα με τριγύριζαν και με ακολουθούσαν για την επόμενη ώρα. Ο Φρέντι και εγώ κόβαμε βόλτες και σκανάραμε ότι κινιόταν.

Ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου έπιασα ένα κορίτσι να κλαίει σε ένα παγκάκι καθώς πολλά άτομα είχαν μαζευτεί γύρω της. Έκανα νόημα στον κολλητό μου και αμέσως βαδίσαμε προς τα εκεί με πολύ περιέργεια. Ένα πανέμορφο κορίτσι με ξανθιά λαμπερά μαλλιά που έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Τα γαλάζια μάτια της ήταν ολοκόκκινα και πρισμένα καθώς κοιτούσε το έδαφος και προσπαθούσε να βρει μια διέξοδο από την βαβούρα. Πέντε μέτρα μακριά μια παρέα κοριτσιών την κοιτούσαν με ένα μίσος στα βλέμματά τους που με έκανε να ανατριχιάσω.

"Την επόμενη φορά δεν θα ζεις" φώναξε μια από αυτές με μια λεπτή και ψωνίστικη φωνή της.

Τότε κατάλαβα ότι κάτι είχε παιχτεί εδώ. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν αντέχει να βλέπει κάποιον να πονάει, δεν αντέχω να λέω " όχι ", να προσβάλω ή να κάνω κάποιον να νιώθει άσχημα. Γενικά δεν είμαι καθόλου βίαιος και θα με έλεγα και ελάχιστα φοβιτσιάρη. Η καρδιά μου έδωσε εντολή στο μυαλό μου και αυτό με την σειρά του στα πόδια μου και βάλθηκα να βοηθήσω την κοπέλα να φύγει από το τσούρμο που είχε μαζευτεί πάνω της και με γέλια και χαχανητά την έκανε να νιώθει όλο πιο άσχημα και αμήχανα.

"Μην κλαις" , της ψιθύρισα στο αυτί. Ένας σύντομος ψίθυρος οικειότητας και προστασίας την διαπέρασε δίνοντας της την αίσθηση ότι δεν ήταν μόνη και τότε διχως να μου πει κάτι αφέθηκε στα χέρια μου και την οδήγησα σε ένα ασφαλέστερο από τα μάτια του σχολείου μέρος.

Εγώ ο Φρέντι και αυτή βρισκόμασταν πίσω από το σχολείο δίπλα στην παλιά εξωτερική τάξη όταν της είπα να μας πει τον λόγο που τσακώθηκαν με αυτό το κορίτσι. Δεν μου απάντησε, δεν είχαμε ακούσει ακόμα την φωνή της αλλά τα μάτια της μου έλεγαν πολλά ένιωθα ότι μου μιλούσε. Τότε ξαφνικά με έναν σάλτο πήδηξε τα κάγκελα πίσω της και βρέθηκε στην άλλη άκρη μακριά από εμάς. Αφήνοντας μας μια ματιά γεμάτη νόημα πήρε τον δρόμο και από τότε την χάσαμε.

Ποια να ήταν αυτή τώρα; Μπορώ να πω είχε κάτι ιδιαίτερο πάνω της, κάτι που με τραβούσε να εξερευνησω τον εσωτερικό κόσμο της και να μοιραστούμε τις σκέψεις μας ανακαλύπτοντας τους πολυδαίδαλους χαρακτήρες μας.

Ο αδελφός μουWhere stories live. Discover now