Βγήκαν από το σπίτι του Γιάννη και ξεκίνησαν την πορεία τους για τα δικά τους σπίτια. Η Νάντια με τον Νίκο μιλούσαν ενώ η Αλέξα ήταν στον κόσμο της. Έβλεπε τον ουρανό και θυμόταν εκείνη τη βραδιά, εκείνο το όνειρο.
Ώσπου ήρθε η ώρα τα παιδιά να αποχαιρετιστούν για να πάρει ο καθένας τον δικό του δρόμο για το σπίτι.
- Αλέξα, έλα να πάμε πρώτα την Νάντια σπίτι και μετά να πάμε μαζί προς τα σπίτια μας, μην την αφήσουμε μόνη της βραδιάτικα. Είπε ο Νίκος σταματώντας στο σταυροδρόμι μπροστά τους.
-Εμ πάνε εσύ, εγώ θα πάω σπίτι μωρέ. Νύσταξα. Απάντησε η Αλέξα.
-Τι λες ρε; Θα σ'αφήσουμε μόνη σου τέτοια ώρα; είπε η Νάντια αγριεύοντας.
-Έλα ρε, αφού τίποτα δεν κυκλοφορεί τέτοια ώρα στη γειτονιά. Το πολύ πολύ να τρομάξω από τις γάτες. Είπε η Αλέξα και έσκασε στα γέλια.
-Άντε ρε, κόψε τις βλακείες και έλα. Είπε παρακλητικά η Νάντια.
-Ρε, μην είστε χαζά. Αφού εδώ τίποτα δεν συμβαίνει. Άντε και για να μην ανησυχείτε μόλις φτάσω σπίτι θα σας στείλω στην ομαδική. Τους είπε κλείνοντας το μάτι και παίρνοντας τον δικό της δρόμο.
Ήταν λίγο μετά τις 12 καθώς η Αλέξα περπατούσε στο δρόμο για να φτάσει σπίτι της. Φορούσε ακουστικά και σκεφτόταν,να άλλα δύο τετράγωνα έμειναν και δεν έπαθα τίποτα καθώς εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεπρόβαλε ένας άγνωστος άνθρωπος μπροστά της, όρμηξε προς την τσάντα της. Την πήρε και άρχισε να τρέχει.
Η Αλέξα δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε πανικοβληθεί. Να τρέξει προς αυτόν και να πάει να πάρει την τσάντα, ή να τρέξει προς την κατεύθυνση του σπιτιού της;
Τελικώς έτρεξε προς την κατεύθυνση του σπιτιού της.
Πάλι καλά σκέφτηκε, οι γονείς της δεν είχαν ξαπλώσει ακόμη και ήταν ανοιχτά.
Δεν τους είπε τι έγινε. Δεν ήθελε και άσε που δεν κατάλαβαν και κάτι.
Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της και σκεφτόταν το συμβάν. Εκείνος ο άνθρωπος σκεφτόταν ότι πρέπει να ήταν καμιά εξήντα πέντε. Επίσης ότι δεν φορούσε καθαρά ρούχα. Μάλλον θα ήταν άστεγος...οπότε δεν πειράζει, ας έπαιρνε και αυτός να φάει λίγο.
Τότε θυμήθηκε ότι μέσα στη τσάντα της είχε 10€ τα κλειδιά του σπιτιού....και όχι ρε γαμώτο!!!
Είχε το τετράδιο της, που εκεί μέσα έγραφε τα πάντα...εεε οχι ρε γαμώτο!!! Όχι αυτό.....Ας μου έπαιρναν ότι ήθελαν αλλά όχι το τετράδιο μου.Μπορεί να ήταν μόνο ένα απλό τετράδιο, που κάποιος άλλος δεν θα το έδινε σημασία...όμως για την Αλέξα ήταν το τετράδιο της...το δικό της τετράδιο που έγραφε μόνο αυτή, που το ακουμπούσε μόνο αυτή. Με λίγα λόγια ήταν το ημερολόγιό της.
Εκεί μέσα έγραφε τα πάντα. Ότι την στενοχωρούσε, ότι την έκανε χαρούμενη, πως θέλει να είναι σε λίγα χρόνια. Έγραφε τα πάντα.
Μετά από ώρα η Αλέξα κλαίγοντας αποκοιμήθηκε. Και την πήρε ένας γλυκός ωραίος ύπνος.
Βρισκόταν πάλι σε εκείνο το μέρος. Όμως δεν ήταν το ίδιο... Αυτή τη φορά δεν ήταν το γαλήνιο μέρος που της άρεσε τόσο πολύ. Αυτή τη φορά, έβρεχε φυσούσε άστραφτε και μπουμπούνιζε. Ήταν σαν να βρίσκεται στη μέση μιας μεγάλης και πολύ δυνατής μπόρας.
Άκουγε όμως μία φωνή. Μακρινή, αλλά την άκουγε.
Έλεγε...πρόσεχε που πας, δεν θα μπορώ να σε προσέχω πάντα.
Νόμιζε πως άκουσε κάποιος να λέει αυτά τα πράγματα από μακριά.
Όμως δεν πρόλαβε να ακούσει κάτι άλλου ούτε να ψάξει αυτόν τον άνθρωπο που τα έλεγε. Εξαιτίας ενός ήχου που ακούστηκε στην πραγματική της ζωή και όχι στο όνειρό της. Φυσούσε και τα παράθυρά της χτυπούσαν από τον δυνατό αέρα.
Σηκώθηκε και έκλεισε τα παντζούρια.
Κάθισε και συλλογίστηκε τι είδε στο όνειρό της. Τι ασυναρτησίες ήταν αυτές σκέφτηκε.
Θα μου πεις βέβαια, γιατί , πότε γίνεται κάτι φυσιολογικό εδώ. Με τις σκέψεις της, την πήρε ο ύπνος και δεν είδε ότι δίπλα από το κρεβάτι της, πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα τετράδιο.
~~~
Αυτό είναι το πέμπτο κεφάλαιο της ιστορίας μου! Άργησα λίγο να το ανεβάσω αλλά ανέβασα!!! Άμα σας αρέσει η ιστορία μου πατήστε ένα αστεράκι ή καλύτερα σχολιάστε και πείτε μου την γνώμη σας! :D
~τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο! ;) :*
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Ο Αόρατος Φύλακας Άγγελός μου
Любовные романыΗ Αλέξα, ένα κορίτσι 17 ετών ζει σε μία πόλη στη Βέροια. Η ζωή δεν της τα φέρνει όπως θέλει. Οι φίλοι της λίγοι. Δεν είναι καν σίγουρη αν πρέπει να τους αποκαλεί φίλους. Οι γονείς της συνέχεια μαλλώνουν και δεν το αντέχει αυτό. Τώρα όμως τα πράγματα...