Κεφάλαιο 6

55 5 3
                                    

Το επόμενο πρωί ξύπνησε την Αλέξα ο ήχος του κινητού της που χτυπούσε αδιάκοπα. Είχε αποφασίσει ότι όποιος και να ήταν θα τον έβριζε αφού δεν την άφηνε να κοιμηθεί.
Χωρίς να δει ποιος καλεί το σήκωσε.

-Ναι; μίλησε πρώτα η Αλέξα νευριασμένη και νυσταγμένη.

-Τι ναι ρε; δεν είπες ότι όταν θα έφτανες σπίτι θα έπαιρνες τηλέφωνο; Και σε παίρνω και κοιμάσαι; απάντησε μία φωνή τρομαγμένη.

-Καλά καλά πες ότι θες αλλά μην φωνάζεις!! Το ξέχασα ρε σιγά. Είπε και θυμήθηκε ότι όντως το ξέχασε αλλά επειδή κάποιος την έκλεψε. Περίεργο που δεν μου πήρε και το κινητό όμως. Σκέφτηκε εκείνη την στιγμή.

- Να μην το ξεχνάς από εδώ και πέρα γιατί αλλιώς θα σε παίρνω τηλέφωνο κάθε πέντε λεπτά για να δω που βρίσκεσαι. Κατάλαβες; της είπε η Νάντια νευριασμένη και με σοβαρότητα.

-Ναι εντάξει. Τι ώρα είναι;

-Εφτά το πρωί.

-Τιιιι; Πλάκα μου κάνεις; Πας καλά κορίτσι μου; Δεν μπορούσες να με ξυπνήσεις τέσσερις πέντε ώρες αργότερα; είπε η Αλέξα αγανακτισμένη. Και από εκεί κάποιος καταλαβαίνει πόσο πολύ αρέσει στην Αλέξα ο ύπνος. Μία φορά κοιμόταν όλη μέρα και τα παιδιά δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της και είχαν τρομάξει.

- Εε καλέ, πως κάνεις έτσι. Σιγά, δεν θα πάθεις και τίποτα. Της είπε η Νάντια και έσκασε στα γέλια.

- Άμα σε δω μπροστά μου θα σε σκίσωω!! Είπε η Αλέξα προσπαθώντας να ακούγεται σοβαρή, αλλά δεν τα κατάφερε και έσκασε στα γέλια.

Μετά αποο ώρα συνομιλίας, κατέληξαν στο να πάνε ξανά για καφέ το απόγευμα στο ίδιο μαγαζί.

Όταν το έκλεισαν το τηλέφωνο οι δύο κολλητές η ώρα κόντευε τις 9. Οπότε αποφάσισε να σηκωθεί μιας και που δεν νύσταζε πλέον. Έβαλε το μαξιλάρι της στη πλάτη του κρεβατιού της και ανακάθισε. Άρχισε να ασχολείται με το κινητό της και μπήκε στο facebook.
Καθώς ήταν στην αρχική της και απλώς περνούσε την ώρα της, είδε με την άκρη του ματιού της το κομοδίνο της που ήταν ακριβώς δίπλα από το κρεβάτι της. Ήταν πάνω του το ημερολόγιό της. Μα πως; Αφού το είχα μέσα στην τσάντα, πως γίνεται να βρίσκεται εδώ; Σκέφτηκε. Το πήρε κατευθείαν στα χέρια της και άρχισε να το ξεφυλλίζει.

Ήταν ένα άσπρο τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο και στη μέση ένα μαύρο μεγάλο τριαντάφυλλο. Ήταν σαν να μην το είχε πάρει κανείς. Ότι είχε γράψει ήταν εκεί.

Ότι ανέφερε για τους γονείς της, για τους φίλους της, για τον εαυτό της υπήρχε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μόνο...μόνο σε μία σελίδα είδε κάτι διαφορετικό. Κανονικά εκεί δεν έπρεπε να γράφει τίποτα αλλά με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα κάποιος είχε γράψει <<πρόσεχε που πας, δεν θα μπορώ να σε προσέχω πάντα>>.
Και τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει χθες και ότι την ίδια φράση της την είχε πει και κάποιος άλλος. Δεν μπορεί, να είναι ο Άγγελος, όμως...πως γίνεται όλο αυτό; Αφού ένα όνειρο ήταν μόνο. Μήπως βλέπω παραισθήσεις; Αλλά μοιάζουν όλα τόσο αληθινά.

Καταβάθος όμως το ήξερε. Ήξερε ότι μέσα σε όλη αυτή την παραίσθηση, ότι όλα ήταν αληθινά. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει πως γινόταν αυτό, το ήξερε όμως. Είχε την υποψία μάλιστα ότι όταν κοιμόταν θα πήγαινε πάλι σε εκείνο το μέρος και ότι θα τον συναντούσε.

Κοιτούσε το ημερολόγιό της και δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι στις 10. Έφαγε δυο κριτσίνια ε ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι. Έβγαλε τις πιτζάμες της και έβαλε ένα μαύρο σορτσάκι και μία μαύρη μπλούζα με μία άσπρη ονειροπαγίδα στη μέση.
Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε τα δόντια της. Μετά σύνδεσε το κινητό της με ένα ηχείο και έβαλε τα τραγούδια στο φουλ. Ήταν μόνη της οπότε δεν θα της έλεγε κανείς τίποτα. Η μαμά της ήταν στη δουλεία και ο μπαμπάς της υπέθετε ότι θα βρίσκεται στη δική του.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε να κάνει δουλειές μέσα στο σπίτι, έτσι ώστε όταν γυρίσει η μαμά της να μην έχει να κάνει και δουλειές. Φτάνει που κουράζεται στη δουλειά.

.....

Μόλις η Αλέξα είχε γυρίσει από έξω και σκεφτόταν ότι ήθελε να πάει να κοιμηθεί γιατί ήξερε ότι θα πήγαινε σε εκείνο το πανέμορφο μέρος και ότι θα συναντούσε τον Άγγελο. Βέβαια δεν γίνεται να ξέρει κανείς τι θα δει στο όνειρό του όμως η Αλέξα είχε ένα προαίσθημα από το πρωί ότι θα γινόταν αυτό. Και ως συνήθως δεν έπεφτε έξω με τα προαισθήματα της.
Στο καφέ είχε περάσει πολύ ωραία. Βγήκαν μόνο η γυναικοπαρέα. Η Αλέξα η Νάντια και η Χαρά. Έτσι συζήτησαν πολλά και διάφορα θέματα τα οποία δεν πρέπει να τα ακούνε αυτά τα αγόρια. ;)
Στο σπίτι προς ένας περίεργο και παράξενο λόγο υπήρχε ηρεμία. Χάρηκε που δεν μάλωναν πάλι οι γονείς της.
Πήγε στο δωμάτιο της, έβαλε τις πιτζάμες της και έπεσε για ύπνο.

~~~~~

Γεια σας! Αυτό είναι το επόμενο κεφάλαιο! Άμα σας άρεσε πατήστε το αστεράκι και σχολιάστε! :D

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο :)

Ο Αόρατος Φύλακας Άγγελός μουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora