Κεφάλαιο 3ο

228 46 6
                                    

Η λιμουζίνα έστριψε σε έναν ανώμαλο δρόμο, το οποίο κατέστρεψε τελείως την αναπόδηση των αναμνήσεων μου.

"Γκρρ!" γρύλισα και σταύρωσαν τα χέρια μου. Όχιι οι άλλοι έμοιαζαν να είναι απορροφημένοι στην συζήτηση τους, οπότε εγώ απλά κοίταζα έξω από το παράθυρο. Οδηγούσαμε σε έναν μακρύ δρόμο που οδηγούσε προς ένα πολύ μεγάλο σπίτι, το πολύ μεγάλο δεν έφτανε καν να το περιγράψω. Ήταν υπερβολικά ΤΕΡΑΣΤΙΟ! Υπήρχε μια μεγάλη γυάλινη πόρτα μεταξύ δύο πετρόχτιστων κολώνων, με τρεία επίσης πετρόχτιστα σκαλιά να οδηγούν σαυτήν. Ήταν μια πολύ μεγάλη είσοδος! Τα παράθυρα είχαν τοξωτό σχήμα και υπήρχε ένα σιντριβάνι στην μέση της αυλής. Η λιμουζίνα σταμάτησε έξω από την μπροστινή αυλή και ο οδηγός βγήκε από το αμάξι και άνοιξε την πόρτα ναι για τους έξι μας.

Δεν μας πείρε και πολύ για να πάρουμε τα πράγματα μας και να μπούμε στο εσωτερικό, και μείναμε με το στόμα ανοιχτό από το πόσο τέλειο ήταν το σπίτι. Δεν θα μπορούσαν να το περιγράψω σε όλο του το μεγαλείο, αλλά και αν προσπαθούσα! Ήμασταν μόνο στο χωλ και ήμουν εκστασιασμένος! Το πάτωμα ήταν μαρμάρινο και οι τοίχοι ήταν άσπροι, όλα τα έπιπλα ήταν προφανώς ακριβά και όλα ήταν καθαρά και λαμπερά. Μαύροι πολυέλαιοι κρέμονταν από την οροφή, και ούτε μια από τις λάμπες δεν τρεμόπαιζε ή ήταν καμένη. Υπήρχε και μια γυάλινη στριφογυριστή σκάλα που σου έκοβε την ανάσα.

"Νοκ νοκ!" ακούσαμε μια αντρική φωνή, καθώς κάποιος μπήκε μέσα από την πόρτα.

"Kev!" χαμογελάσαμε όλοι και τσέκαρε και τον κλείσαμε σε μια γιαγιά. "Είχατε ασφαλή πτήση;;"

"Για να μας βλέπεις όλους εδώ!" αστειεύτικε ο Max και ο Kev εμφάνησε πέντε ξυλάκια που κρατούσε πίσω από την πλάτη του.

"Τι στο καλό;;" ρώτησε ο Siva και όλοι μας κοιταχτήκαμε μπερδεμένοι.

"Είναι όλα σε διαφορετικά μεγέθη, οπότε, όσο πιο κοντό είναι το ξυλάκι σας, τόσο μικρότερο θα είναι και το δωμάτιο σας."

"Θα διαλέξω πρώτος!". Βγήκα μπροστά και ξάπλωσα το χέρι μου πάνω από τα ξυλάκια. "Θα Κυρήσω ως το δεκάξι και όποιος βγει θα τα φυλάξει, ένα, δύο, τρεια-"

"Βιάσου Κ. Αναποφάσιστε!" μου φώναξαν όλοι τους και ο Tom με σκούντιξε στα πλευρά, ενώ εγώ συνέχιζα να μετράω.

"Τέσσερα, πέντε..." οι υπόλοιποι αριθμοί) "... Δεκάξι!". Τελικά κατέληξα να τραβήξω το τρίτο. "Ναι! Πάρτε το!". Το δικό μου ήταν μεγάλο και ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν στην πραγματικότητα το μακρύτερο.

"Δικιά μου σειρά!". Ο Tom τράβηξε ένα ξυλάκι, το οποίο ήταν λιγάκι κοντύτερο από το δικό μου, ενώ ο Jay ψιθύριζε κάτι στο αυτί του Kevin. Το αγνόησα και παρακολουθούσα καθώς τα τρεία ξυλάκια μοιράζονταν στο υπόλοιπα αγόρια.

"Γαμώτο!" φώναξε ο Max, όταν κατάλαβε ότι είχε το μικρότερο. Πραγματικά, εγώ δεν νοιαζόμουν ποιός δωμάτιο θα έπερνα και δεν χρειάζονταν να είναι και πολύ μεγάλο.

"Θα πάρω εγώ το μικρότερο." είπα με ένα χαμόγελο και ξεκίνησα να στέλνω την βαλίτσα μέχρι πάνω.

"Αυτό είναι το δωμάτιο νούμερο δύο!" φώναξε ο Kev για να το ακούσω.

Κοίταζα τριγύρω στον διάδρομο και έλεγξα τους αριθμούς στις πόρτες ψάχνοντας το δωμάτιο μου. Ένιωσα όλες και ήμουν σε ξενοδοχείο, ακόμα και αν μόνο τα δωμάτια ήταν αριθμημένα. Είχα μόλις περάσει το νούμερο τέσσερα και τρεία, οπότε ήξερα ότι το επόμενο θα ήταν το δικό μου, επίσης το γεγονός ότι δεν υπήρχαν άλλες πόρτες το έκανε ακόμα πιο εμφανές. Καθώς πλησίαζα την μεγάλη ξύλινη πόρτα, ο χρυσός αριθμός φυλάκισε από το φως. Γύρισα το πόμολο και μπήκα μέσα πάνω στο μεγάλο, απαλό χαλί, το οποίο μου θύμισε την κρεβατοκάμαρα μου στο Λονδίνο. Το δωμάτιο δεν ήταν και τίποτα ιδιαίτερο, αποτελούνταν από μια ντουλάπα, ένα κρεβάτι, ένα έπιπλο καθρέφτη, ένα κομοδίνο, μια λάμπα, μια επίπεδη τηλεόραση και ένα ταιράστιο παράθυρο με ένα μπαλκόνι. Το μπαλκόνι ήταν το μόνο χαρακτηριστικό με το οποίο δεν ήμουν εξοικειωμένος!

Πέταξα την τσάντα μου πάνω στο νέο μου κρεβάτι και την ξεκούμπωσε αργά. Τα περισότερα από τα πράγματα πετάχτηκαν έξω, επειδή δεν ήταν και τέλεια πακέταρισμένα από την αρχή, αλλά δεν με ένοιαζε.

Αργά, αλλά με σιγουριά, κρέμασα ή τοποθέτησα τα πάντα με την σειρά μέσα στην ντουλάπα και πάνω στα έπιπλα. Έβαλα στην σειρά όλα τα προϊόντα για τα μαλλιά μου, τα αφρόλουτρο, το εξοπλισμό για ξύρισμα, άλλα είδη μπάνιου στο ιδιωτικό μπάνιο μου και έβαλα τα CDs και τα ρούχα μου στο τελευταίο ράφι και στην ντουλάπα μου αντίστοιχα. Την ώρα που επιτέλους είχα τελειώσει το ξεπακετάρισμα ήταν γύρω στις έξι και είχα ήδη αρχίσει να αισθάνομαι κουρασμένος. Το jet lag δεν βοηθούσε καθόλου. Δεν είχα ιδιαίτερα όρεξη για φαγητό και δεν διψούσαν, οπότε αποφάσισα να μην καταίβω καθόλου κάτω, αλλά να ετοιμάστώ για ύπνο. Ήμουν πολύ εξουθενομένος και δεν είχα όρεξη να συμμετάσχω στις χαρούμενες συζητήσεις των αγοριών.

Α/Ν

Λοιπόν, στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε και λίγο την Jenny, πάντα σε Nathan's POV. Φιλιά 💋

Vomment!

Abandoned|| Book 2 -Sequel to OrphanWhere stories live. Discover now