Δειλινό, Εποχή της Πρώτης Άσπρης Βροχής (αρχές Νοέμβρη)
Στην αρχή περπατούσε. Η νύχτα, όμως, έπεφτε βαριά στους ηλιοκαμμένους της ώμους και ο φόβος φώλιαζε στην καρδιά της λίγο- λίγο.
Ήταν μόνη, άοπλη και χωρίς φωτιά. Ήξερε ότι η μικρή της αιχμή και σφεντόνα δεν θα την έσωζαν από τα δύσκολα.
Έβαλε να τραγουδάει, να ξεχάσει το φόβο της.
Το είδος της ήταν το πρώτο στη Γη που γέλασε, έκλαψε, τραγούδησε.
Αλλά εκείνη δεν το ήξερε.
Πώς μπορούσε να ξέρει πόσο σημαντική είναι, ενώ η ίδια ένιωθε τόσο ασήμαντη;
Ένα ανεπαίσθητο θρόισμα στους θάμνους την έκανε να τιναχτεί τρομαγμένα. Το να μπει μόνη στο δάσος αποδεικνυόταν τελικά ανόητη ιδέα.
Ο φόβος έρεε γοργά και απειλητικά στο αίμα της, θολώνοντας την κρίση της, ταράζοντας όλα τα νεύρα του κορμιού της.
"Κρακ"
Ένα κλαρί που έσπασε. Ύστερα κι άλλο, κι άλλο.
Άρχισε να τρέχει. Να τρέχει σαν τρελή, σαν τυφλή από τρόμο, ενώ κλαριά της χτυπούσαν το πρόσωπο και βάτα της γρατζούναγαν τα πόδια. Ήταν η πιο λάθος κίνηση που θα μπορούσε να είχε διαλέξει.
Θα έκανε όμως τα πάντα για να ζήσει.
Σε μία στροφή του μονοπατιού ένας τεράστιος λύκος πετάχτηκε μπροστά της. Ούρλιαξε υστερικά ξαφνιασμένη, πέφτοντας με την πλάτη στον κορμό πίσω της. Ζύγιασαν για λίγο ο ένας τον άλλο και εκείνη έκλεισε τα μάτια.
Είχε χάσει.
Άκουσε την ανάσα του ζώου κοντά της και ύστερα το αγριεμένο του μούγκρισμα, ενώ της χυμούσε. Μια ανθρώπινη, όμως, άγρια κραυγή κάλυψε όλα τα άλλα και ένας δυνατός γδούπος σκόρπισε τη σιωπή του θανάτου στο δάσος.
Μισάνοιξε τα μάτια της και είδε τα πόδια του λύκου, αφύσικα πλαγιασμένα. Ξεφύσησε με τέτοια ανακούφιση, ώστε τα γόνατά της την εγκατέλειψαν. Στηρίχτηκε με τα χέρια της στο χώμα και σήκωσε το κεφάλι, προσπαθώντας να διακρίνει τους σωτήρες της.
Όλο της το κορμί έτρεμε.
Από ένα καβούκι χελώνας, δεμένο με σχοινί από πλεγμένο καλάμι, η φωτιά που έκαιγε χάριζε στα πάντα μια πορτοκαλιά, απόκοσμη λάμψη μέσα στο τρομακτικό σκοτάδι του δάσους. Ο άντρας που την κρατούσε, κράδαινε στο άλλο του χέρι ένα μεγάλο ρόπαλο, το μηριαίο κόκαλο κάποιου μεγάλου ζώου μάλλον. Ήταν κοντός και η ασχήμια του την τρόμαξε: είχε παράξενο, πλακουτσωτό πρόσωπο. Αδρή μύτη, προγναθισμό, μεγάλο μέτωπο και εξογκωμένα φρύδια. Στα ανακατεμένα του μαλλιά μάλλον ασήμιζαν μερικές γκρίζες τρίχες. Την κοίταξε ανήσυχα, μα αμέσως έστρεψε το βλέμμα αλλού και προσπάθησε να κρυφτεί στις σκιές.
YOU ARE READING
Τζενάι: Το κορίτσι του Βορρά (ON HOLD)
ActionΝότια Βαλκανική, 33.000 π.Χ. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μία καταιγίδα θα μπορούσε να της πάρει ό, τι ήξερε και ό, τι αγαπούσε στον μικρόκοσμό της. Είχε τη ζωή της, φίλους και οικογένεια. Ήταν 15 χρονών, έτοιμη να γίνει γυναίκα στην Τελετή της Ένωση...