Περνάν οι ώρες

18 3 0
                                    

Χτυπάει το κουδουνάκι της πόρτας. Το μαγαζί είναι ανοιχτό και έτοιμο για πελατεία. Ο Elwood κάθεται στο σκονισμένο και ταλαιπωρημένο ξύλινο γραφείο του για να συνεχίσει την επισκευή ενός ρολογιού τοίχου που έπρεπε να φτιάξει.
Είναι ο καλύτερος Ρολογάς στην πόλη και ο πιο αντιπαθητικός ταυτόχρονα. Μέσα στην κρύα καρδιά του έχει ενα αίσθημα συμπόνιας για κάθε πολίτη, που οι άλλοι δεν το έχουν. Είναι δύσκολο για αυτόν, που θέλει να είναι στο σύνολο αλλά δεν τον καταδέχονται.  Απέξω, απο τα μεγάφωνα της πόλης ακούγονται μελοποιημένες οι καθημερινές ειδήσεις σε τύπο requiem, εμπνευσμένο απο τον δικτάτορα Solite.
Ο Solite διοικεί την πόλη απο την δημιουργία της. Κανείς δεν θυμάται το πότε και πως ανέβηκε στην εξουσία, η το αν ψηφίστηκε η επιτέθηκε στην πόλη, απλά είναι εκεί και προστάζει, επιβάλει νόμους δυσβάστακτους και κανείς δεν κάνει κάτι για αυτό, απλά υφίσταται.
Χτυπάει το κουδούνι, ανοίγει η πόρτα.
-Καλήμερα! Τι κάνεις;!
-Κα..Κα...καλημέρα Δεσποινίς.
Του χαμογέλασε.
Τα μάτια της λαμπερά, την κοίταζε και δεν πίστευε αυτά που έβλεπε, τόση ομορφιά, πρέπει να ήταν λάθος. Αν η ομορφιά ήταν στα πλαίσια του σωστού, ο κόσμος δεν θα ήταν έτσι.

Την μισοκοίταζε.

-Λοιπόν, εγώ μπορώ καταρχάς να καθαρίζω και όποτε έχει πελατεία, θα είμαι στο ταμείο.
-Ε θα ήθελα να σας μιλήσω.
-Δεν το συνηθίζεται. Είπε ειρωνικά. 
-Δεν νομίζω πως πρέπει να δουλέψετε εδώ, είναι μια οικογενειακή επιχείριση και είμαι ο μόνος διάδοχος, οπότε καλό θα ήταν να μείνω μόνος.
Άλλαξε έκφραση η κοπέλα.
-Δεν θα φύγω, για τον εξής λόγο, με χρειάζεσαι.
-Π...Π...ΠΩΣ;! Τι εννοείς;
-Αν φύγω τώρα απλά θα συνεχίσεις την ζωή σου όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος, άφησε με μια εβδομάδα να σου αλλάξω τον κόσμο και όποτε θέλεις πες μου να φύγω. 
Δίσταζε να απαντήσει.
-Πώς θα μου αλλάξεις την ζωή;
-Δουλεύοντας εδώ.





                                                                              ..........
-Τέσσερατριανταπέντε!
-Μάλιστα παντοδύναμε.
-Άσχημα πολύ άσχημα τα πράγματα.

-Το γνωρίζουμε, ήδη ξεκίνησε η καταστροφή. Ξεκίνησε πόλεμος στην κλίκα δώδεκα, στην όγδοη ήπειρο. 
-Ποιος ενδιαφέρεται για τον πόλεμο! Δυστυχισμένοι είναι, δυστυχισμένοι θα πεθάνουν, ότι καλύτερο, ενώ εδώ δεν βλέπεις το πρόβλημα; Θα μας καταστρέψει τον γκρι!
-Κύριε, κύριε έχουμε εκλύσεις και τηλεφωνήματα με προσευχές από την χώρα πέντε, ένα κορίτσι τεσσάρων ετοιμάζεται να χάσει τους γονείς της, ζητά βοήθεια.

-Αυτό δεν είναι το κορίτσι που βγήκε εν ώρα σχολείου στην βροχή να παίξει; 
-Ναι κύριε, είχε να βρέξει μέρες σε εκείνο το μέρος και ο λαός το ζητούσε μαζί και το κορίτσι.

-Καλά έπαθε, αφού άφησε ώρα διδακτική για να παίξει, ίσως τώρα που θα πάει στο ορφανοτροφείο να μάθει πως να φέρεται σαν άνθρωπος! Σαν άνθρωπος που έφτιαξα!

 

Τρίτος απόστολος κατευθύνεται στον δημιουργό.


-Έχω νέα άσχημα.
-Μίλα γρήγορα.
-Ο Έκτοπος διεύρυνε την κλίμακα του στην γη.
-Έφτιαξε και άλλη ομάδα σαν την πολύχρωμη εδώ;

-Ακόμα χειρότερα, έφτιαξε συγκροτήματα τα οποία μεταφέρουν τις απόψεις του, τις ριζοσπαστικές στον κόσμο! Ήδη μια μικρή κλίκα ανθρώπων έχει ταχθεί στο μέρος του.
-Ο εγώ! Πάλι αντιμίλησε σε εμένα; Πρώτα ήθελε να κάνει τους ανθρώπους πολύχρωμους με χρώματα και ατασθαλίες, και τώρα το κάνει πράξη; Δεν του φτάνει του τον έδιωξα από το Heaven studios θέλει να τον κάνω μισητό; Ε λοιπόν αυτό θα κάνω! Φέρε μου τις πλάκες πέντετριαντατέσσερα, θα γράψω εντολές.




Μπλε που είσαι; (σε ψάχνω)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ