o n e

698 92 83
                                    

Τέρας  

nyctophobia; (noun) an abnormal fear of the night or darkness.

 Hell is empty, and all the devils are here.

  «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή».

-Ν.Καζαντζάκης

Ε's POV

Πριν από 24 χρόνια

«Κρύψου εδώ και μην βγεις μέχρι να φύγει! Δεν πρέπει να σε βρει! Με κατάλαβες;» ρωτάει γρήγορα η μανούλα μου, ενώ με σπρώχνει κάτω από το στενό ξύλινο κρεβάτι.

Τα πράσινα μάτια της φαίνονται φοβισμένα και διστακτικά. Η ανάσα της ήταν βαριά και τα χείλη της έτρεμαν προσπαθώντας να πει κάτι. Κάτι που δεν μπορούσε να πει. Προσπάθησα να χωθώ στην αγκαλιά της, αλλά το χέρι της με έσπρωχνε όλο και πιο βαθιά μέχρι που η πλάτη μου ακούμπησε σε μια σκληρή επιφάνεια. Τοίχος.

«Μανούλα! Που πας; Μη μη αφήνεις!» άρχισα να τσιρίζω, καθώς την έβλεπα να απομακρύνεται και έπειτα να τρέχει μακριά μου.

Το μικρό μου σώμα έτρεμε από τον φόβο. Από την έλλειψη επαφής. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, σαν να προσπαθούσε να ξεπηδήσει από το στέρνο μου και να σπάσει σε χίλια κομμάτια. Δάκρυα που απειλούσαν τα μάτια μου, τώρα έρρεαν με πόνο στο παιδικό πρόσωπό μου και έσταζαν σαν στάλες βροχής στο ξύλινο πάτωμα, που ήμουν κουβαριασμένος. Προσπαθούσα με τα νύχια μου να πάρω μακριά τον φόβο που είχα μέσα μου. Προσπαθούσα να σκίσω τη σάρκα μου, όπως έκανε και η μανούλα. Μια μικρή γραμμή αίματος έκανε την εμφάνισή του και ένα τσούξιμο διαπέρασε ολόκληρο το σώμα μου.

Η φωνή του κάλυψε ολόκληρο το σπίτι. Φώναζε. Ούρλιαζε. Η κόκκινη γραμμή στο χεράκι μου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον. Σα να εξαφανίστηκε ξαφνικά. Σαν να χάθηκε. Σα να την πήρε μακριά ο τρόμος.

Ήθελα να βγω έξω.

Να ψάξω τη μανούλα.

Να τη σώσω.

Έσφιξα το μικρό πάνινο αρκουδάκι μου στην αγκαλιά μου. Μου το είχε φτιάξει η μανούλα. Τα μάτια του ήταν από κουμπιά. Το ένα κουμπί είχε φύγει. Το στόμα του ήταν σχεδιασμένο με κλωστή. Μου χαμογελούσε.

Ξαφνικά άκουσα τη μαμά μου να ουρλιάζει και έσυρα το μικρό μου σώμα έξω από το κρεβάτι και πατάχτηκα όρθιος. Μπουσουλώντας έφτασα ως την πόρτα του δωματίου και την άνοιξα. Ήθελα απλά να τη δω. Ήθελα να δω γιατί ουρλιάζει η μανούλα. Να τη σώσω από τον κακό άνθρωπο. Ήμουν μόνο ένα μικρό παιδί. Ένα μικρό παιδί που ήθελε τη μαμά του.

nyctophobia » h.sWhere stories live. Discover now