Εκείνο το βράδυ, 22 Ιουνίου 2020
Ο Νικόλας Οικονομάκης καθόταν στο μπαλκόνι του και κάπνιζε. Είχε ένα βλέμμα μελαγχολικό, έκανε πως τάχα κοίταζε την κίνηση στον δρόμο. Άλλα πράγματα τον απασχολούσαν όμως.
-Κουράγιο, φίλε. Σήμερα θα τελειώσουν όλα., ακούστηκε μια φωνή από πίσω του.
Γύρισε και είδε τον Τάσο. Με τον Τάσο ήταν παιδικοί φίλοι, έμεναν στην ίδια γειτονιά, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο.
Όταν του μίλησε η Ασπασία, για τον Στάθη, εκείνος αποφάσισε σχεδόν αμέσως τι θα κάνουν. Στην Κρήτη, συχνά γινόντουσαν εγκλήματα τιμής και τέτοια πράγματα ήταν ασυγχώρητα. Μόνο το αίμα μπορούσε να ξεπλύνει την ντροπή!
Ο Τάσος ήταν αυτός που έμαθε πρώτος για τον Στάθη. Και συμφώνησε, να βοηθήσει, μαζί με την Χρυσούλα.
Έτσι εκείνο το βράδυ ήταν όλα έτοιμα για να γίνει ο φόνος, σωστά πάντα. Μόλις σκότωναν τον Στάθη θα έσβηναν τα αποτυπώματα από τον μπαλτά και για μεγαλύτερη σιγουριά θα τον πετούσαν στη θάλασσα.
Η Αθηνά Οικονομάκη τους κοιτούσε αμίλητη. Ο πόνος και το μίσος καθρεπτίζονταν στα μάτια της. Φυσικά και συμφωνούσε για αυτό που θα έκαναν! Μάλιστα ήταν η πρώτη που είχε πει το "ναι".
Μπήκαν στο σπίτι, βιαστικά. Σε δέκα λεπτά το ρολόι θα σήμανε τρεις, το ξημέρωμα, η ιδανική ώρα για να γίνει ο φόνος. Κι όλα ήταν έτοιμα...
--------
Ο Στάθης εκείνο το βράδυ είχε ένα κακό προαίσθημα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, στριφογύριζε συνέχεια στο κρεβάτι του. Όλα ήταν τόσο ήσυχα που θύμιζαν λιακάδα πριν τη μπόρα.
Κανονικά τώρα, θα λαγοκοιμόταν, όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Και ο παραμικρός ήχος που ακουγόταν στο σπίτι, τον έκανε να πεταχτεί πάνω.
Έκλεισε τα μάτια, για λίγο. Στη μνήμη του έφερε την εικόνα της Ασπασίας. Κάτι του θύμιζε αυτή η κοπέλα, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς.
Εκείνη τη στιγμή, άλλες σκέψεις, πιο σκοτεινές κατέλαβαν το μυαλό του. Προσπαθούσε, χρόνια τώρα, να παλέψει με την 'αρρώστια'. Όμως αυτό έμοιαζε σχεδόν ακατόρθωτο, καθώς όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ τον ρουφούσε το σκοτάδι της. Στο τέλος παραδόθηκε ολοκληρωτικά.
Τόσα χρόνια έκανε το ίδιο πράγμα κι είχε πάψει πια να μετανιώνει. Έτσι κι αλλιώς αυτές τον προκαλούσαν... δεν έφταιγε εκείνος! Όλα τα κορίτσια τον κοιτούσαν με άσεμνο τρόπο, κάποια αγόρια έπαιρναν άσεμνες και προκλητικές πόζες μπροστά του, επίτηδες το έκαναν! Όχι, δεν έφταιγε αυτός.
Αναστέναξε κι άλλαξε πλευρό. Ήταν έτοιμος να κλείσει πάλι τα μάτια του όταν άκουσε έναν περίεργο ήχο. Ανασηκώθηκε. Μήπως ήταν η ιδέα του;
Μα όχι! Σίγουρα άκουγε ομιλίες!
Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και τρέμοντας άνοιξε την πόρτα. Έφτασε ως το σαλόνι, ενώ προσπαθούσε να βρει το φως.
Δεν άργησε.
Κοίταξε έκπληκτος τον Οικονομάκη, που ήταν ακριβώς μπροστά του.
-Μα... τι συμβαίνει; Τι κάνετε...
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσει την πρόταση του. Ο Τάσος και ο Χαρίλαος τον άρπαξαν από πίσω και τον έβαλαν με το ζόρι να καθίσει στην καρέκλα, λίγα μέρες παραπέρα.
Ο Νικόλας Οικονομάκης έβγαλε τον μπαλτά.
-Μην τολμήσεις να βγάλεις άχνα! Άκουσες;
Ο Στάθης κούνησε πολλές φορές το κεφάλι του, τρομοκρατημένος.
-Μας θυμάσαι Στάθη;, συνέχισε ο Νικόλας.
-Τι εννοείς;
-Θυμάσαι την κόρη μου, την Ασπασία; Ή μήπως θυμάσαι πιο καλά τον Χαρίλαο και την Κορίνα;
-Δεν καταλαβαίνω.
-Κάθαρμα! Λίγα είναι τα ψωμιά σου! Θα σε στείλουν στον άλλο κόσμο τα ανίψια μου!, απάντησε η Δέσποινα, κουνώντας έντονα το μπαστούνι της.
-Θεία, σε παρακαλώ, ηρέμησε. Η καρδιά σου..., απάντησε ο Χαρίλαος.
-Δεν με νοιάζει! Χαρίλαε εσύ θυμάσαι; Θυμάσαι που πέθανε ο πατέρας σου, που η αδερφή μου ξαναπαντρεύτηκε, έκανε παιδί; Απέκτησες την αδερφούλα σου, την Κορίνα, μαζί το περάσατε όλο αυτό. Οι γονείς σας πέθαναν, κανένας δεν σας στήριξε. Και πάλι όμως μείνατε ενωμένοι! Πάντα έτσι ήσασταν. Τώρα, ήρθε η ώρα να πληρώσει αυτό το κτήνος για όσα έκανε!, είπε η Δέσποινα καθώς οι φλέβες στο μέτωπο της είχαν αρχίσει να φουσκώνουν.
-Θα μου πείτε κι εμένα τι γίνεται; Γιατί είστε εδώ;, ρώτησε ο Στάθης.
-Χαρίλαε, δέσε τον και φίμωσε τον., διέταξε ο Οικονομάκης.
Με πολύ μεγάλη δυσκολία τα κατάφεραν, αφού εκείνος αντιστεκόταν, πάλευε σαν θηρίο.
Ο Χαρίλαος πήρε στα χέρια του τον μπαλτά, ενώ η Κορίνα ακριβώς μπροστά τους, τους κοιτούσε ανέκφραστη.
-Αυτό που θα πάθεις τώρα, δεν είναι τίποτα μπροστά σε όλα όσα μας έκανες. Μ' ακούς; Τίποτα. Και τίποτα δεν θα μπορέσει να σβήσει τις πράξεις σου, ούτε ποτέ δεν θα μπορέσει κανείς από εμάς να ξεχάσει το παρελθόν!, ψυθίρισε.
Ο Χαρίλαος ήταν έτοιμος να αρχίσει το φριχτό του έργο.
-Θα το κάνω εγώ..., ακούστηκε μια φωνή ακριβώς πίσω τους. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν... την Ασπασία.
-Παιδί μου..., πήγε να μιλήσει ο Οικονομάκης.
-Πατέρα, μόνο έτσι θα νιώσω καλύτερα! Μόνο όταν τον δω να υποφέρει από τα δικά μου τα χέρια!
-Εντάξει...
Σχεδόν όλοι στην πολυκατοικία ήξεραν ότι η Ασπασία είναι αμφίχειρας, δηλαδή μπορούσε να χρησιμοποιεί και τα δυο της χέρια με μεγάλη ευκολία.
Πήρε τον μπαλτά από τα χέρια του Χαρίλαου, χωρίς να δείχνει ότι βιάζεται.
-Αυτό, για να μην μπορέσεις ποτέ ξανά στη ζωή σου να βιάσεις άλλη παιδική ψυχή!, κατέβασε το χέρι της με μια κίνηση, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Προς τα γεννητικά όργανα του Στάθη.
Ακούστηκε ένα μουγκρητό. Ο πόνος ανυπόφορος, τόσο πολύ που μπορούσε να λιποθυμήσει στο επόμενο λεπτό. Όμως, δυστυχώς για εκείνον, κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Η Ασπασία είδε πίσω από την πλάτη της καρέκλας τα χέρια του να κινούνται έντονα. Ο αντίχειρας ήταν αυτός που την προκάλεσε.
Σήκωσε ξανά τον μπαλτά και τον κατέβασε με μία κίνηση.
Όλοι, εκτός από εκείνη, γύρισαν να κοιτάξουν αλλού, με βλέμμα γεμάτο αηδία.
Ο Στάθης, δεν προσπαθούσε να ξεφύγει πια. Είχε γείρει ημιλιπόθυμος στην καρέκλα και περίμενε το τέλος του. Εκείνη τη στιγμή βρήκε ο Χαρίλαος για να κάνει το τατουάζ με τη βελόνα του.
-Τρία. Γιατί τρεις είναι αυτοί που παίρνουν εκδίκηση από σένα. Για όλες τις ψυχές και τα σώματα που βιασες!
Η Ασπασία, στάθηκε πάνω από τον Στάθη και τον κάρφωσε με το βλέμμα της.
-Στάθη; Δεν με θυμάσαι; Εγώ είμαι, η Ασπασία! Η μαθήτρια σου; Αυτή που βίαζες, αφού χτυπούσε το κουδούνι, στο διάλλειμα; Αυτή που σε παρακάλαγε να την λυπηθείς, σαν να παρακάλαγε τον Θεό; Αυτή είμαι! Και ποιος ξέρει πόσες άλλες πόνεσαν, παρακάλεσαν, έκλαψαν, σιώπησαν, μόνο και μόνο γιατί ένιωθαν ντροπή για τις βρωμιές που τους έκανες! Μάθε ποια είμαι εγώ τώρα!
Τον άρπαξε απότομα από το κεφάλι, με το δεξί χέρι. Κρατώντας στο αριστερό τον μπαλτά, τον ακούμπησε στο λαιμό του.
Τότε, όλοι έκλεισαν τα μάτια τους, εκτός από τον Οικονομάκη, τον Χαρίλαο, την Κορίνα και την Ασπασία.
Ακούστηκε το τελευταίο μουγκρητό.
Ύστερα... ένα κεφάλι πετάχτηκε στην άλλη άκρη του σαλονιού. Όσοι βρίσκονταν στο χώρο το κοίταξαν με αηδία.
Γιατί όλα, σε αυτό το σκηνικό ήταν αποτρόπαια.
Γιατί τα γαλάζια μάτια του Στάθη τους κοιτούσαν ορθάνοιχτα, με έκπληξη.
Και γιατί το ακέφαλο σώμα του είχε πέσει στο πάτωμα, μαζί με την καρέκλα.
Πάνω σε αυτή την σύγχυση η Κορίνα δεν κατάλαβε ότι από το πολύχρωμο πουκάμισο της έφυγε το κάτω κάτω κουμπί.
Ένας ένας, μετά άρχισαν να αποχωρούν από το διαμέρισμα. Η Ασπασία κρατούσε ακόμα το μαχαίρι στο χέρι της, μέσα στα αίματα. Ο Χαρίλαος της το άρπαξε απότομα κι εξαφανίστηκε. Έπρεπε αμέσως να το ξεφορτωθεί.
Τελευταίος από το διαμέρισμα έφυγε ο Οικονομάκης, ο οποίος έκλεισε το φώς, με προσοχή, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να βρεθούν δικά του δακτυλικά αποτυπώματα.
Φυσικά, κανένας τους δεν πήρε είδηση τη Ρουσλάνα, η οποία τους τραβούσε με το κινητό της, κρυμμένη μέσα στο σκοτάδι.
Είχε μόλις γυρίσει από την βραδινή της έξοδο και είχε προλάβει να δει την Ασπασία που ήταν μέσα στα αίματα. Τους φωτογράφισε όλους την στιγμή που έβγαιναν από το διαμέρισμα του Στάθη.
Ήταν τότε που το ρολόι σήμανε ακριβώς τρεις...
ESTÁS LEYENDO
Απόψε, στις τρεις {TYS_GR}
Misterio / Suspenso...Προχώρησα αργά αργά μέσα στο σκοτάδι. Κάτι δεν μου άρεσε όταν είδα την ορθάνοιχτη πόρτα, ένιωσα αμέσως μια απειλή. Σχεδόν σκόνταψα πάνω σε κάτι. Άρχισα με αγωνία να ψάχνω στα τυφλά για ένα φως. Και το βρήκα. Όταν γύρισα το κεφάλι μου, αυτόματα μο...