Στο αστυνομικό τμήμα, ο Νίκος Παυλόπουλος κοιτούσε εμβρόντητος (κατάπληκτος) τη Φωτεινή. Τα τελευταία της λόγια τον είχαν ταράξει σε μεγάλο βαθμό.
-Ποιος πήρε τα παιδιά του Νικόλα Οικονομάκη από το σχολείο; Δεν καταλαβαίνω. Μου λέτε ότι εξαφανίστηκαν κι αυτά από χθες;
-Ναι. Αυτό προσπαθώ να σας εξηγήσω. Οι πληροφορίες μου λένε, ότι τα παρέλαβε μια ψηλή γυναίκα, με μαύρα γυαλιά ηλίου, μακριά μαύρα μαλλιά και άσπρο φουστάνι. Είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για την Κορίνα Παπαντωνίου αφού η περιγραφή που έχουμε ταιριάζει με τη δική της.
-Ε, τότε τι περιμένετε. Ψάξτε να την βρείτε!
-Μόλις πριν λίγη ώρα εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης. Κι έχουν ήδη αρχίσει οι έρευνες.
-Μάλιστα. Το ΙΧ που βρέθηκε στην Κόρινθο; Σε ποιόν ανήκει;
-Στην Κορίνα Παπαντωνίου, το ταυτοποιήσαμε αυτό.
-Και; Οι επιβάτες;
-Δεν βρέθηκαν ακόμη.
-Έχω αρχίσει να ανησυχώ. Σας παρακαλώ να τους βρείτε. Νιώθω ότι κάτι έχει συμβεί.
-Μείνετε ψύχραιμος. Όπου κι αν είναι θα την βρούμε και θα την συλλάβουμε. Αυτό είναι σίγουρο...
-Το ελπίζω.
-Λοιπόν, τώρα θέλω να μου πείτε τι έγινε εκείνη τη μέρα. Πρέπει να θυμηθείτε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια για να μας βοηθήσετε στη σύλληψη του ενόχου.
-Εντάξει. Ρωτήστε με ότι θέλετε, θα σας πω.
-Τι ώρα ήταν όταν συναντηθήκατε όλοι μαζί στο σπίτι του Οικονομάκη;
-Γύρω στις δώδεκα και μισή το μεσημέρι.
-Τι είπατε εκεί πέρα;
-Αποκαλύφθηκε ο δολοφόνος, δηλαδή όλοι τους. Κάποια στιγμή όμως ο κύριος Οικονομάκης σηκώθηκε και μας σημάδεψε με ένα περίστροφο. Η Κορίνα όμως κατάφερε να το αποσπάσει από τα χέρια του. Υπαστυνόμε, σκότωσε όσους βρισκόντουσαν στον χώρο εκτός από μένα, την Μέλπω, τον Χαρίλαο και την Δέσποινα. Ύστερα το έσκασε. Που πήγε; Άγνωστο...
-Μάλιστα... υπογράψτε παρακαλώ την κατάθεση σας.
-Κάντε ότι μπορείτε για να βρείτε την Κορίνα και τα παιδιά. Κάτι κακό θα συμβεί, Υπαστυνόμε! Έχω αυτό που λέμε προαίσθημα.
-Μείνετε ήσυχος και αφήστε την υπόθεση στα χέρια μας. Όλα θα πάνε καλά.
-Μακάρι...
---------
Έχει περάσει ένας μήνας. Ήμασταν πια στις αρχές του Αυγούστου και η αστυνομία δεν είχε βρει αυτούς που εξαφανίστηκαν.
Έβλεπα την Φωτεινή να εκνευρίζεται και να τρελαίνεται, η εύρεση των δολοφόνων της είχε γίνει πια έμμονη ιδέα.
Δεν ήμουν στα κέφια μου. Για την ακρίβεια δεν είχα όρεξη για τίποτα. Η καθημερινότητα μου έμοιαζε με αυτή ενός ρομπότ. Ξυπνούσα, πλενόμουν, έτρωγα, ντυνόμουν, δούλευα και έκανα τα πάντα μηχανικά.
Δεν μπορούσα ακόμα να πιστέψω ότι η Ασπασία ήταν νεκρή ούτε ότι τα παιδιά, ο Μιχάλης και η Ερατώ εξαφανίστηκαν.
Εκείνη η μέρα έμοιαζε ίδια με τις υπόλοιπες. Κυριακή κι εγώ δεν είχα τι να κάνω.
Σήμερα θα ερχόταν ο αδερφός του Νικόλα Οικονομάκη, ο οποίος μετά τον θάνατο του, κληρονόμησε την πολυκατοικία μας.
Πέτρο τον έλεγαν.
Δυστυχώς όμως εγώ δεν είχα καμία όρεξη να μιλήσω στον Πέτρο και σε κάθε Πέτρο που θα ερχόταν. Ήθελα για άλλη μια Κυριακή να ταμπουρωθώ στο σπίτι μου.
Έκατσα να πιω τον πρώτο καφέ της μέρας. Στο μυαλό μου κλωθογυρνούσαν οι ίδιες σκέψεις.
Που είναι θαμμένα τα πτώματα;
Που βρίσκονται η Κορίνα, ο Χαρίλαος και η Δέσποινα;
Είναι άραγε ζωντανοί;
Θα επιστρέψουν;
Θα τους συλλάβει η αστυνομία;
Και κυρίως: Τι πήγε τόσο στραβά;
Ήπια μια γουλιά και ύστερα έτριψε λίγο τους κροτάφους μου. Είχα έναν φριχτό πόνο στο κεφάλι...
Τις σκέψεις μου διέκοψε... ποιος άλλος; Το κουδούνι!
Σηκώθηκα βαριεστημένα να ανοίξω.
Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά... στο Θεό. Τον ίδιο. Αλήθεια τώρα, έμοιαζε με Θεό.
Ο άγνωστος με κοίταξε το ίδιο περίεργα και ύστερα χαμογέλασε.
-Εσείς πρέπει να είστε η Μελπομένη, σωστά;
-Ναι, εγώ είμαι. Εσείς;
-Το όνομα μου είναι Πέτρος Οικονομάκης, είμαι ο αδερφός του Νικόλα Οικονομάκη., στα τελευταία του λόγια το βλέμμα του σκοτείνιασε.
-Συλλυπητήρια., είπα.
-Ναι... ας μην μιλήσουμε όμως για αυτό. Είναι κάτι αρκετά οδυνηρό για μένα, πιστέψτε με. Λοιπόν... εγώ ήθελα μόνο να συστηθούμε. Όπως είπα, με λένε Πέτρο Οικονομάκη και από σήμερα είμαι ο νόμιμος ιδιοκτήτης αυτής της πολυκατοικίας.
-Μελπομένη Νικολάου, χάρηκα., απάντησα και του έδωσα το χέρι μου.
-Κι εγώ. Θα μένω ακριβώς δίπλα σας., είπε. Μου έδειξε με το βλέμμα του την πόρτα της Ρουσλάνας.
-Α... θα μείνετε στο διαμέρισμα της Ρουσλάνας;
-Δεν ξέρω ποια είναι αυτή. Αλλά εγώ είμαι δίπλα από το διαμέρισμα του Νίκου Παυλόπουλου κι από το δικό σας.
-Όχι πληθυντικός παρακαλώ, μου θυμίζετε πόσα θα κλείσω σε λίγους μήνες.
-Μα εγώ είμαι σίγουρα πολύ μεγαλύτερος σας. Πόσο είστε; Σαράντα; Σαράντα πέντε;
-Ε... κάπου εκεί., απάντησα στα ψέματα εγώ, αφού τον Σεπτέμβριο θα έκλεινε τα πενήντα δύο.
-Εγώ όμως είναι πενήντα τρία!, μου απάντησε με αυτοπεποίθηση εκείνος.
Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Σίγουρα δεν φαινόταν πάνω από πενήντα. Ήταν ψηλός, με γκρίζα μαλλιά, καστανά μάτια και λίγη κοιλίτσα. Αυτό το τελευταίο όμως τον έκανα ακόμα πιο γοητευτικό...
-Καλέ, μην στεκεστε στην πόρτα! Περάστε μέσα να τα πούμε.
Όχι, συγγνώμη αλλά έχω δουλειές και πρέπει να φύγω. Κάποια άλλη φορά ίσως. Έτσι κι αλλιώς θα έχουμε πολλές ευκαιρίες να μιλήσουμε. Μια πόρτα θα μας χωρίζει, κυριολεκτικά.
-Μάλιστα. Εντάξει, τότε αφού βιάζεστε. Και πάλι χάρηκα για την γνωριμία.
-Κι εγώ. Ευχαριστώ πολύ γις την πρόσκληση και πάλι συγγνώμη που δεν μπορώ να έρθω μέσα. Θα τα πούμε...
---------
Όταν έφυγε γύρισα ξανά στην κουζίνα μου. Όλοι η βαρεμάρα στο δευτερόλεπτο είχε εξαφανιστεί. Ένιωσα τα μάγουλα μου στα ξαφνικά να καίνε. Τι όμορφος που ήταν ο Πέτρος! Και τι ευγενικός! Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή που τον είδα.
Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα, όμως δεν του φαινόταν αυτό, καθόλου.
Χωρίς να το καταλάβω, τόση ώρα χαμογελούσα σαν χαζή.
Μέχρι που χτύπησε το κινητό μου...
Το κοίταξα. Άγνωστος αριθμός.
Σχεδόν αμέσως με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Ποιος να είναι τώρα; Να το σηκώσω άραγε;
Το άφησα πάνω στο τραπέζι και έμεινε να το κοιτάζω αναποφάσιστη.
Όμως αυτός που με καλούσε έπρεπε να ήταν αρκετά αποφασισμένος γιατί το τηλέφωνο μου συνέχισε να χτυπάει.
Το πήρα στα γρήγορα και το σήκωσα χωρίς να το καλοσκεφτώ.
-Παρακαλώ;
-Μέλπω. Εγώ είμαι...
Παραλίγο να μου πέσει το κινητό στο πάτωμα. Ίσα που πρόλαβα μάλλον να το πιάσω στον αέρα και να το ξαναφέρω στο αυτί μου.
Αυτή η φωνή... η αγαπημένη φωνή... θα μπορούσα να την αναγνωρίσω ανάμεσα σε τόσες.
-Ασπασία; Εσύ; Μα... πως;
YOU ARE READING
Απόψε, στις τρεις {TYS_GR}
Mystery / Thriller...Προχώρησα αργά αργά μέσα στο σκοτάδι. Κάτι δεν μου άρεσε όταν είδα την ορθάνοιχτη πόρτα, ένιωσα αμέσως μια απειλή. Σχεδόν σκόνταψα πάνω σε κάτι. Άρχισα με αγωνία να ψάχνω στα τυφλά για ένα φως. Και το βρήκα. Όταν γύρισα το κεφάλι μου, αυτόματα μο...