~Που είσαι;~

338 57 26
                                    

Δύει ο ήλιος, την πόρτα σου κλείσε
να μην μ' αγγίζει της σιωπής η παγωνιά
άραγε απόψε που είσαι
μ'αγαπάς πιο πολύ από μακριά;

Άκουγα στα σκοτεινά το τραγούδι που έπαιζε το ραδιόφωνο. Χωρίς να το καταλάβω, είχα δακρύσει. Αυτοί οι στίχοι μου θύμιζαν πρόσωπα, καταστάσεις.
Μέχρι τώρα είχα γράψει στον υπολογιστή μου για τους φόνους, την αποκάλυψη και την "νεκρανάσταση" των φυγάδων.
Όλη η ιστορία μου συνοψιζόταν σε μερικές σελίδες.
Όμως δεν τελείωσα ακόμα την αφήγηση μου.
Έγειρα στην καρέκλα κι έκρυψα το πρόσωπο στις παλάμες μου. Τόση ώρα προσπαθούσα να μην κλάψω, όμως αυτό είναι το πιο δύσκολο κεφάλαιο της ιστορίας. Και το τραγούδι που ακούγεται δεν βοηθάει καθόλου!
Που είχαμε μείνει; Γυρίζω πίσω, στο έγγραφο του υπολογιστή, για να δω. Α, ναι. Ήμασταν στη συζήτηση μου με τον Νίκο Παυλόπουλο. Θα συνεχίσω από εκεί λοιπόν....
-------
Εκείνη τη μέρα ένιωθα να αμφιταλαντεύομαι και τελικά να καταλήγω όπως πάντα στο γνωστό μου αδιέξοδο. Ήταν κάτι αρκετά σοβαρό για μένα, πρόβλημα που αν δεν το έλυνα άμεσα θα κινδύνευε η ψυχολογική μου ηρεμία. Και ποιο ήταν αυτό;
Παστίτσιο ή μουσακάς; Βέβαια, για τον μουσακά δεν είχα κάνει καμία προετοιμασία και βαριόμουν να σηκωθώ από την ωραία μου πολυθρόνα οπότε...
Έβγαλα τον κιμά, για να φτιάξω κεφτεδάκια! Άσε καλύτερα μέχρι να γίνει το παστίτσιο, εγώ θα έχω προλάβει να φάω δέκα κεφτεδάκια, δύο πιτόγυρα κι ότι άλλη σαβούρα μου δώσεις.
Κάποιος όμως, κάποιος ενοχλητικός και ολίγον μα****ς, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, άρχισε να χτυπάει το κουδούνι με μανία, σαν να κατοικούσαν στο διαμέρισμα μου βαρύκοοι άνθρωποι!
-Έρχομαιιιιι!, φώναξα.
Προκειμένου να μη μου σπάσει τα νεύρα μεσημεριάτικα έτρεξα να ανοίξω την πόρτα. Και ποιόν είδα, άραγε;
-Τσα! Γεια σου Μέλπω!
-Φύγε ρε αλήτη από το σπίτι μου. Τι ήρθες να κάνεις εδώ;, φώναξα στον Νάσο.
-Α, πως μου μιλάς έτσι; Στον παιδικό σου φίλο; Κι είχα έρθει να σου κάνω μια πολύ σοβαρή πρόταση!
-Όχι! Μην προχωράς, φύγε. Εσύ και το σοβαρό δεν πάτε μαζί. Αρκετά!
-Αν δεν μ' ακούσεις, δεν φεύγω από εδώ. Θα σηκώσω όλο τον κόσμο με τις φωνές μου αμέσως τώρα.
-Βρε μπελάς που με βρήκε! Γρήγορα, λέγε τι θες.
-Να μην περάσουμε πρώτα μέσα;
-Όχι! Στην πόρτα θα μου πεις ότι είναι να μου πεις. Έχεις ήδη χάσει δεκαοχτώ δευτερόλεπτα αγαπητέ. Ο χρόνος κυλά..., είπα και του έδειξα το ρολόι μου.
-Εντάξει. Αχ, κάτσε να θυμηθώ τα λόγια μου. Μέλπω... Μέλπω... ε, περνάνε τα χρόνια. Κι εμείς μεγαλώνουμε. Ξέρεις... ασ' το να πάει στο διάολο θα το πω με δικά μου λόγια! Λοιπόν, όσο ήμουν στη φυλακή το φιλοσόφησα το πράγμα κι άκου να δεις πως έχει. Εμείς φέτος κλείνουμε τα πενήντα δύο....
-Νάσο, έχεις ένα λεπτό!, φώναξα.
-Ναι, ε... ρε Μέλπω μεγαλώνω και θέλω να νοικοκυρευτώ, πως το λένε;
-Ε και; Τι μου το λες εμένα αυτό; Βρες κάποια και παντρέψου την με παπά και με κουμπάρο., εκεί σταμάτησα.
-Ήρθες για την κουμπαριά, έτσι; Δεν σφάξανε! Πήγαινε να βρεις άλλον., είπα κι έκανα να κλείσω την πόρτα. Όμως ο Νάσος πρόλαβε να βάλει το πόδι του.
-Περίμενε Μέλπω! Δεν θέλω αυτό.
Γονάτισε μπροστά μου και στη στιγμή έβγαλε κάτι από την τσέπη του.
-Τι κάνεις ρε ηλίθιε; Σήκω πάνω!
-Όχι. Μέλπω..., άνοιξε ένα μπλε κουτί κι είδα ένα πανάκριβο μονόπετρο με brillant μέσα, κλεμμένο σίγουρα.
-...με παντρεύεσαι;
Είχα μείνει να τον κοιτάζω κατάπληκτη σαν να μου έπεσε κεραυνός στο κεφάλι. Σίγουρα δεν περίμενα να μου κάνει πρόταση γάμου, ο πιο ηλίθιος των ηλιθίων! Και ειδικά από τη στιγμή που περνάει μια μίνι κρίση ηλικίας. Χμ, μάλλον χτυπά και για τους δυό μας η καμπάνα!
-Σήκω πάνω, βρε γίδι, λερώνεις και το πάτωμα. Άντε, τελείωνε. Τι με κοιτάς σαν χάννος;
-Μέλπω, θα με παντρευτείς;, το βιολί του αυτός.
Όμως... ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός ήχος. Αμάν! Ο Πέτρος!
Παίρνω αμέσως το κουτί με το μονόπετρο από τα χέρια του Νάσου και το κρύβω πίσω από την πλάτη μου.
-Αμάν ρε Νάσο! Εντάξει, είπα, θα σου την κάνω την χάρη δεν χρειάζεται να πέφτεις και στα πόδια μου!, φώναξα.
-Δηλαδή θα με πα...
-Σκάσε! Παιδικέ μου φίλε,εγώ είμαι εδώ για σένα. Μη με ευχαριστείς, σταμάτα είπα! Α... γεια σου Πέτρο!
-Γεια σας. Όλα καλά;
-Καλύτερα δεν γίνεται.
-Α, τέλεια! Θέλω να σας μιλήσω το βράδυ.
-Σε εμάς τους δύο;, είπα.
-...
-Καλέ πλάκα κάνω. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό!
-Εντάξει, Μέλπω. Θέλω να σου μιλήσω το βράδυ. Μπορείς;
-Ναι, φυσικά.
-Τέλεια. Σας αφήνω, έχω δουλειά.
Ο Νάσος, μόλις έφυγε, με κοίταξε περίεργα.
-Λοιπόν; Τι λες;
-Ότι είσαι τρελός, αυτό!
-Που πάει να πει ότι δεν θα με παντρευτείς;
-Ακριβώς! Αφού βρε Νάσο εμείς δεν αγαπιόμαστε. Φίλοι ήμαστε μόνο, πως θα παντρευτούμε;
-Νιώθω ότι χάνω το τρένο.
-Ε τότε πάρε το επόμενο, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Έλα, σήκω πάνω τώρα. Κράτα το μονόπετρο για την επόμενη, να 'σαι σιγουρος ότι σύντομα θα βρεθεί. Πρόσεξε όμως... πρέπει να είναι κάποια που θα το αξίζει! Άντε κι εγώ στον γάμο σας κουμπάρα!
-Ναι. Ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση, απλά... ξέρεις.
-Ξέρω, η κρίση των πενήντα. Εμένα μου λες;
-Ακριβώς. Φεύγω κι ελπίζω να τα ξαναπούμε.
-Όσο για αυτό μην ανησυχείς! Γλιτώνω εγώ από σένα;
-Αστείο..., απάντησε πικρόχολα ο Νάσος.
-Στο καλό Νασούλη. Και να μας γράφεις που και που! Ελπίζω όχι από τον Κορυδαλλό!
-Γεια σου, γιαλαντζί μέντιουμ!
Ε ρε, τον μπαγάσα, που θυμήθηκε την παλιά μου δουλειά;, αναρωτήθηκα.
Μπήκα στο σπίτι για να φτιάξω επιτέλους τα κεφτεδάκια...
-------
-Και δηλαδή έβγαλε κανονικά το μονόπετρο; Και γονάτισε;, με ρώτησε ο Νίκος Παυλόπουλος.
-Κανονικότατα! Πιο κανονικά δεν γίνεται!
-Κι εσύ; Τι του είπες;
-Το μεγάλο ΟΧΙ. Δύο είναι αυτά. Ένα της 28ης Οκτωβρίου κι ένα της Μελπομένης Νικολάου. Ο Νάσος, ήταν, είναι και θα είναι ο παιδικός μου φίλος.
-Μάλιστα. Είχες και συ μια ευκαιρία να νοικοκυρευτείς, την πέταξες στα σκουπίδια., απάντησε εκείνος γελώντας.
-Μπορεί να έρθει κι άλλη, που ξέρεις.
-Όπα! Από ποιον;
-Από τον... ε... κύριο Πέτρο!
-Α. Σου αρέσει;
-Πολύ. Έναν τέτοιον άντρα ήθελα από πάντα. Γοητευτικό, ευγενικό.
Ο Νίκος Παυλόπουλος έπιασε με ενδιαφέρον την εφημερίδα που είχα στο τραπέζι.
-Μέλπω... δεν είχαμε τίποτα νεώτερο έτσι; Από την Ασπασία λέω.
-Όχι, είναι εξαφανισμένοι όλοι τους.
-Καλύτερα. Μου φτάνει που είναι ασφαλείς.
-Κύριε Παυλόπουλε; Έχετε κάτι; Σας βλέπω λίγο στεναχωρημένο.
-Δεν ξέρω πως να σου το πω. Μέλπω, περνάνε τα χρόνια. Εγώ μεγάλωσα πια, πολύ, είμαι ογδόντα ενός, σχεδόν.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Σήμερα, κάτι γίνεται. Πως να σου το πω, δεν νιώθω καλά. Σαν να έχω μια δυσφορία από το πρωί.
-Περίεργο. Έχετε κάνει εξετάσεις τον τελευταίο καιρό;
-Όχι. Αλλά μάλλον είναι ήδη αργά...
-Μα τι λέτε; Γιατί είστε τόσο απαισιόδοξος;
-Μέλπω, έχω ένα κακό προαίσθημα.
-Μισό λεπτό, να φέρω καφέ και να τα πούμε., απάντησα.
Πήγα στην κουζίνα, τρέμοντας σχεδόν. Προσπαθούσα, μάταια  βέβαια να ηρεμήσω. Μα ήταν δυνατόν να έβγαζε τόσο βιαστικά συμπεράσματα πριν ακόμα κάνει τις εξετάσεις του;
Μετά από λίγα λεπτά αποφάσισα να ηρεμήσω και να συνεχίσω αυτό που ήθελα να κάνω.
Έβγαλα κάπως ατσούμπαλα τον δίσκο κι ακούμπησα πάνω του τα φλιτζάνια. Πήγα να βγάλω και τα ποτήρια για το νερό, όμως ξαφνικά ένα, γλίστρησε από το χέρι μου και έπεσε.
Ακούστηκε ο πιο ανατριχιαστικός θόρυβος. Ύστερα... σιωπή.
Πήγα να μαζέψω τα σπασμένα,  αλλά λίγο πριν τελειώσω τα παράτησα όλα.
Έτρεξα σχεδόν, ως το σαλόνι.
....Και τον είδα.
Καθόταν ήρεμος στην πολυθρόνα και διάβαζε ακόμα εκείνη την εφημερίδα. Έκανα ένα βήμα μπροστά με φόβο, καθώς σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω τι γινόταν.
-Κύριε Παυλόπουλε;, είπα διστακτικά.
Καμία απάντηση.
-Μ' ακούτε;
Τον πλησίασα τρομοκρατημένη. Χριστέ μου... ήταν ακίνητος!
Το κεφάλι του είχε γείρει προς τα εμπρός σε μια αφύσικη στάση και τα μάτια του κοιτούσαν πέρα,  μακριά.
Τον ταρακούνησα. Πάλι τίποτα.
Έπιασα το χέρι του να ελέγξω σφυγμό, έσκυψα πάνω στο στήθος του, να ακούσω την καρδιά!
Όλα με οδηγούσαν στο ίδιο συμπέρασμα. Εγώ όμως δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Άρχισα να τον ταρακουνάω με μανία, να φωνάζω το όνομα του.
Δεν ξυπνούσε!
Έπεσα κάτω κι άρχισα να κλαίω μπροστά στα πόδια του.
Ακόμα και τότε δεν ξυπνούσε!
-Πέτροοο! Πέτροοο, μ' ακούς; Φώναξε γρήγορα ένα ασθενοφόρο! Τρέχα, Πέτρο!, ούρλιαξα.
Έκλαιγα, σπάραζα στο πάτωμα.
Δεν μπορούσα να σταματήσω, δεν γινόταν, ήταν αδύνατον! Ούτε όταν ένιωσα τον Πέτρο να με τραβάει πάνω του και να μ' αγκαλιάζει, δεν σηκώθηκα από το πάτωμα.
Γιατί το ήξερα.
Γιατί η καρδιά του Νίκου Παυλόπουλου, είχε σταματήσει να χτυπάει λίγα λεπτά πριν.
Έτσι ξαφνικά...

Σοκ...

Απόψε, στις τρεις {TYS_GR}Where stories live. Discover now