Κεφάλαιο 10ο

252 15 0
                                    

« Ελα τώρα ρε Νεφέλη. Μην έχεις τέτοια μούτρα» η Μαρίνα με σκουντά καθώς κάθεται δίπλα μου. Στο χέρι της κρατά ένα γιγάντιο το οποίο έτρωγε σχολαστικά.

«Τι μούτρα θα έπρεπε να έχω δηλαδή;» ρωτάω εκνευρισμένη. Δεν έβλεπε πως δεν είχα όρεξη σήμερα; Δαγκώνει μια μεγάλη μπουκιά. Αυτό την κρατά σιωπηλή για μερικά λεπτά. Σκέφτομαι το χθεσινό όνειρο, έμοιαζε τόσο αληθινό. Ήμουν σίγουρη πως ήταν αληθινό. Μέχρι τη στιγμή που με ξύπνησε η μητέρα μου. Κάνει και αυτή κάτι πράγματα ώρες ώρες.

Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως η Μαρίνα είναι σιωπηλή παραπάνω ώρα από ότι ήταν απαραίτητο. Της ρίχνω ένα βλέμμα, έχει μείνει ακίνητη. Κουνάω τα χέρια μου μπροστά από το πρόσωπό της. Καμία αντίδραση, νιώθω το το δικό μου πρόσωπο να στραγγίζει από αίμα.

«Δε χρειάζεται να ανησυχείς μόλις φύγω θα είναι μια χαρά» η φωνή του γλιστρά μέσα μου και φτάνει στα κόκαλά μου.

«Τι θες εσύ εδώ» ρωτάω μέσα από τα δόντια μου. Εκείνος κάθεται απέναντι μου και δίπλα στη Μαρίνα.

«Μα δεν είναι προφανές Νεφέλη; Σε προσέχω. Εξάλλου αυτή δεν είναι η δουλειά μου;» μου χαμογελά στραβά και δε μοιάζει καθόλου επικίνδυνος. Τα πράσινα μάτια του με δυσκολεύουν να σκεφτώ.

«Έχω ήδη κάποιον για αυτή τη δουλειά» μουγκρίζω και εκείνος γελά. Το πρόσωπό του γίνεται ακόμη πιο ελκυστικό. Ένα περίεργο συναίσθημα αναδέυτηκε στο στομάχι μου.

«Δεν πιστεύω να εννοείς αυτόν το Φίλιππο;» δεν του απαντάω. Με έχει εκνευρίσει, σφίγγω και ξεσφίγγω τις γροθιές μου.

«Γιατί δε με αφήνεις ήσυχη Ανδρέα;» το βλέμμα μου πηγαίνει στη Μαρίνα, νιώθω πολύ άσχημα που τη βλέπω έτσι.

«Δε χρειάζεται να ανησυχείς για αυτήν. Δεν έχει καταλάβει καν τι της συμβαίνει» για ακόμη μια φορά επιλέγω την σιωπή τον κοιτάζω άγρια παλεύοντας με τον εαυτό μου. Ήθελα να φύγει ή μήπως όχι; Τον ήθελα εδώ, αλλά δεν ήμουν σίγουρη για αυτό. Μετά από λίγο εγκαταλείπω και λέω παρακλητικά.

«Ανδρέα πραγματικά τι πρέπει να κάνω, ώστε να με αφήσεις ήσυχη;» εκείνος αγγίζει το μάγουλό μου.

«Γλυκιά μου αυτό που θέλω να κάνεις είναι πολύ απλό.»

«Γιατί δε μου το λες τότε;» ρωτάω θυμωμένα. Ο Ανδρέας βάζει μια τούφα πίσω από το αφτί μου.

«Θα πρέπει να μου δώσεις την ψυχή σου. Να αφήσεις όλα αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα και να με ακολουθήσεις στα έγκατα της γης. Δυστυχώς θα χάσεις αυτή τη γλυκιά αθωότητα σου...» αγγίζει το μάγουλό μου, φαίνεται να έχει χαθεί στην παραζάλη του. Καθώς μιλάει το βλέμμα του γίνεται απλανές, σαν να ταξιδεύει σε άλλο κόσμο. Τώρα έχουμε γείρει και οι δύο πάνω στο τραπέζι.

Κρυστάλλινα ΔάκρυαМесто, где живут истории. Откройте их для себя