1. Ναυάγιο

1.2K 68 12
                                    


Πάλευε εδώ και ώρες. Τα παγωμένα νερά της θάλασσας είχαν τρυπώσει αλύπητα μέσα στα ρούχα της, η αρμύρα χτυπούσε σκληρά το πρόσωπό της, τα δάχτυλά της έτρεμαν... Μετά βίας κρατούσε το ξύλινο, τραχύ μαδέρι, το μόνο απομεινάρι της βάρκας που τουςμετέφερε. Ήταν η μόνη της ελπίδα. Ο αφρός των κυμάτων συνέθλιβε την ύπαρξη της, την καταρράκωνε, της θύμιζε πως είναι μια τραγική ύπαρξη. Ένα τίποτα που, αν χανόταν, δεν θα είχε καμία σημασία.

Με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει έστρεψε το βλέμμα στον κατάφωτο ουρανό. Τα χιλιάδες στολίδια του, τα άστρα, απρόσιτα και μακρινά, κοίταζαν ασυγκίνητα. «Βοήθεια!» ήθελε να φωνάξει, μα κανένας Θεός, καμία υπερφυσική δύναμη δεν υπήρχε πια για εκείνους. Μόνο το νερό, στοιχείο και στοιχειό, ατελείωτο, απέραντο, απειλητικό.

Τινάχτηκε απότομα όταν ένα άψυχο σώμα πέρασε δίπλα της. Η μορφή ενός άτυχου άντρα που φορούσε ακόμη το σωσίβιο του χαράχτηκε μέσα της. Κοκαλωμένος, μαρμαρωμένος, πρησμένος, συνέχιζε να επιπλέει ατάραχος. Τα μάτια του ήταν διάπλατα και το πρόσωπο του κάτωχρο, σαν μια τρομακτική μάσκα. Την προσπέρασε και ατάραχος συνέχισε το μοναχικό και σιωπηλό του ταξίδι. Σαν τη γυναίκα με το λουλουδάτο μαντήλι λίγο πιο πέρα. Σαν τα δυο βρέφη παρακάτω.

Είχε δώσει το σωσίβιο της σε ένα δεκάχρονο αγόρι, που είχε χάσει τους γονείς του στον πόλεμο. Ας ζούσε εκείνος τουλάχιστον. Ένα κύμα από το πουθενά βύθισε και πάλι το κεφάλι της μέσα στο παγωμένο νερό. Της έκοψε την ανάσα για μια στιγμή.Τραντάχθηκε, αλλά πάλεψε γενναία. Το χρωστούσε σε εκείνους. Έπρεπε να επιζήσει για εκείνους. Κούνησε τα πόδια της και με μια κίνηση βρέθηκε στην επιφάνεια και άρπαξε το δοκάρι, σιγουρεύοντας το κάτω από τα χέρια της. 

Ήταν άνθρωπος κι εκείνη. Κρύωνε και φοβόταν. Και στο κάτω-κάτω δεν είχε ζήσει καθόλου όπως άρμοζε στην ηλικία της. Μια ζωή στερημένη, κυνηγημένη, πικρή, δανεική...


Μικρή ΒαλίτσαWhere stories live. Discover now