2. Απόφαση

729 51 8
                                    


3 χρόνια μετά...

"Οι βρωμιάρηδες... Οι αλήτες... Έρχονται εδώ ανά χιλιάδες απρόσκλητοι. Παίρνουν τις δουλειές μας, ρημάζουν τη γη μας, μιλούν τη γλώσσα μας, βρωμίζουν τον τόπο ολόκληρο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μας σκοτώνουν! Ναι! Μας ληστεύουν και μετά μας σκοτώνουν και συνεχώς πληθαίνουν! Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να αλωνίζουν και εμείς να στεκόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα!" 

Ο κοντός άντρας συνέχισε να ουρλιάζει, κουνώντας χέρια και πόδια, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπο του, αποδεικνύοντας έναν υπέρμετρο ζήλο του να πείσει τους οπαδούς του. Μιλούσε ασταμάτητα επί δύο ώρες και το ακροατήριο του, συγκεντρωμένο από ώρα στην αποπνικτική αίθουσα, συχνά ξεσπούσε σε έντονα χειροκροτήματα.

"Κανείς, επένεινε. Κανείς δεν κάνει τίποτα. Έχουμε χρέος απέναντι στην πατρίδα μας! Πρέπει να... Πρέπει να..."

"Πάλι κέφια έχει αυτός," μουρμούρισε άκεφα ο Μιχάλης δίπλα του κι εκείνος απλά συμφώνησε. Δεν είχε όρεξη για πολλά- πολλά. Ήταν εκεί τρεις ώρες ήδη, από την αρχή της εκδήλωσης, ακούγοντας τα ίδια και τα ίδια. Έριξε μια απρόθυμη ματιά στο πλήθος απέναντι. Μια μάζα που για ακόμη μια φορά είχε γεμίσει την αίθουσα πάνω από τα γραφεία που νοικιαζε η οργάνωση. Ένα σωρό άντρες και γυναίκες, βλοσυροι, στην πλειοψηφία τους μαυροφορεμενοι, που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να γεμίσουν τις μίζερες ζωές τους με ιδέες και τέτοια...

"Τι νέα;" ρώτησε τυπικά καταλαβαίνοντας πως ο Μιχάλης είχε διάθεση για περαιτέρω κουβέντα.

"Απέλυσαν την Ιωάννα, απάντησε κοφτά ο άλλος. Έκλεισε το μαγαζί πριν κάναμήνα. Με το ζόρι βγαίνουμε περα. Είναι και το δάνειο στη μέση..."

 Σκασμένος φαινόταν ο φίλος του. Πέντε χρόνια τον ήξερε τον Μιχάλη από τη γειτονιά. Μαζί ξεκίνησαν στην οργάνωση και μαζί πορευόταν ως τώρα. Καλό παιδί. Πάντα προσεκτικός και τυπικός σε όλα του. Είχε μάθει να αποφεύγει τις κακοτοπιές και έπρεπε. Αυτό επέβαλλε η μικρή του οικογένεια άλλωστε, η γυναίκα του και τα δυο μωρά τους.

"Τί να πω, ρε; Έχω λίγα στην άκρη. Αν θες..."

"Άσε, Ορέστη... Λες κι εσύ δεν έχεις τα δικά σου..."

Τα έντονα χειροκροτήματα ήταν μια ένδειξη ότι η ομιλία είχε επιτέλους τελειώσει. Οι προβολείς έπεσαν ξανά πίσω στον αρχηγό που μετά τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό προς το πλήθος περπάτησε καμαρωτά προς το μέρος τους στο πίσω μέρος της αίθουσας. Μόλις τους είδε, ένα νωθρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πλαδαρό πρόσωπό του. Άνοιξε τα χέρια του και χτύπησε και τους δυο στην πλάτη. Γουρουνόφατσα. Άνθρωπος του υποκόσμου. Δεν ήθελες σίγουρα να μπλέξεις μαζί του. Όπου άκουγες έγκλημα και παρανομία αυτός κρυβόταν από πίσω.

"Παλικάρια, τι λέει;" ρώτησε με αυτοπεποίθηση. "Μιχάλη, όλα καλά; Κανένα πρόβλημα;"

"Όχι, αρχηγέ," απάντησε ο άλλος και με ένα νεύμα του άλλου απομακρύνθηκε, αφήνοντας τους δύο μόνους. Ο αρχηγός τράβηξε τον Ορέστη στην άκρη, μιας και ο κόσμος εξέρχονταν από την αίθουσα μιλώντας ζωηρά. 

Το βλέμμα του ήταν ερευνητικό. Λες και είχε καταλάβει αυτό που γινόταν μέσα στην ψυχή του νέου τόσον καιρό. Τους είχε σιχαθεί πια. Όλο λόγια και φανφάρες ήταν τον τελευταίο χρόνο. Τίποτε άλλο. Ένιωθε πως είχε βαλτώσει στο ίδιο σημείο εδώ και πολύ καιρό. Ωστόσο, η φυγή ήταν αδύνατη, ειδικά το διάστημα αυτό. Χρειαζόταν τα χρήματα.

"Λοιπόν, Ορεστη, οι εκλογές πλησιάζουν. Τι λες; Εσύ ξέρεις πολύ κόσμο. Φυσικά, θα έχεις απεριόριστη στήριξη και από εμάς σε ό, τι χρειάζεται."

Άντε πάλι τα ίδια... Κάθε φορά που πλησίαζαν οι εκλογές, όλοι το ίδιο του έλεγαν κι όλο εκείνος αρνιόταν. Δεν τα πήγαινε καλά με τα κουστούμια και τις τυπικότητες ποτέ στη ζωή του. Υπήρχαν άλλωστε άλλα φίδια έτοιμα για τη θέση αυτή.

"Το ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ γι αυτά," είπε προσπαθώντας να δώσει ένα ουδέτερο ύφος στη φωνή του και ταυτόχρονα  ένα τέλος στη συζήτηση. Εν τέλει, ο μεγαλύτερος άντρας γέλασε δυνατά και τον χτύπησε πάλι στην πλάτη.

"Καλά, καλά. Μικρός είσαι ακόμη. Θα μάθεις και θα θελήσεις. Που ξέρεις; Ίσως εν τέλει πάρεις τη θέση μου."

Εν τέλει, λέει. Το γέλιο του κόπηκε μαχαίρι ξαφνικά, λες και ο κίνδυνος να χάσει την εξουσία ο μεγάλος ήταν άμεσως. Τα μάτια του σκοτείνιασαν επικίνδυνα. Τον τράβηξε από το μπράτσο, αναγκάζοντας τον να σκύψει, αν και δεν υπήρχε ανάγκη. Ο περισσότερος κόσμος είχε πια απομακρυνθει. Μια μικρή ομάδα μόνο είχε μείνει πια και τακτοποιουσε το χώρο, μαζευε καρέκλες, μικρόφωνα, καλώδια και ο, τι άλλο σχετικό. 

"Έχω μια δουλειά απόψε για σένα. Πολύ σημαντική. Είναι απαραίτητο να γίνει σωστά και χωρίς πολλά λόγια. Δεν θα πας μόνος. Σου έχω μια ομάδα έτοιμη. Τα διαδικαστικα θα σου τα πουν τα παιδιά. Το αφήνω επάνω σου. Ξέρεις τι να κάνεις."

Φυσικά και ήξερε. Και εν μέρει γι αυτό έμενε στην οργάνωση. Για την περιπέτεια. Για τη δράση. Για την ηδονή του απροσμενου. Γιατί ενιωθε δυνατός. Ανώτερος. Ανίκητος. Δέχτηκε με αποφασιστηκότητα την πρόκληση και τα μάτια του αρχηγού άστραψαν από ευχαρίστηση. 

"Υπάρχουν πληροφορίες για καινούργιο εμπόρευμα. Έχε το νου σου. Έλεγξε το."

 Αυτές ήταν οι τελευταίες εντολές, πριν το νούμερο ένα της οργάνωσης χαθεί από το οπτικό του πεδίο.


Που να 'ξερες, Ορέστη τι σε περίμενε... Που να 'ξερες.... 

Μικρή ΒαλίτσαWhere stories live. Discover now