6. Άγνωστες Λέξεις
Η ψυχή μου, ο κόσμος που γίνεται λόγος..
Η ψυχή μου, ο λόγος που γίνεται κόσμος..Πάμε να φτιάξουμε έναν ουρανό με λίγες λέξεις..
Ν. Βρεττάκος
Αναστέναξε αγανακτισμένα. Είχε αρχίσει να πονάει το κεφάλι της από την αϋπνία, την πείνα και τη φασαρία. Από νωρίς το πρωί τους είχαν συγκεντρώσει σε έναν μακρύ σκοτεινό διάδρομο, αφήνοντας τους χωρίς φαγητό και νερό. Τουλάχιστον τους είχαν επιτρέψει να χρησιμοποιήσουν δυο παλιές τουαλέτες στα υπόγεια και έναν νιπτήρα που μετά βίας έσταζε κάποιες σταγόνες. Εκεί είχε καταφέρει να αλλάξει ρούχα, να πλύνει κάπως το πρόσωπο και τα δόντια της και να βρέξει όσο ήταν δυνατόν τα χείλη της. Διόλου άσχημα.
Γύρω της υπήρχαν ένα σωρό φυσιογνωμίες που είχε πια αρχίζει να συγκρατεί, όπως και μερικά ονόματα. Υπήρχαν και μερικές οικογένειες με μικρότερα ή μεγαλύτερα παιδιά, που γρήγορα έχαναν την υπομονή τους και έτσι, ο χώρος πλημμύριζε με φωνές και κλάματα για ώρα. Ευτυχώς, οι άντρες της οργάνωσης δεν έδειχναν να νοιάζονται για την κατάστασή τους. Είχαν κλειστεί από το πρωί στα γραφεία τους και κάπου- κάπου έβγαιναν να πάρουν κάποιον μέσα. Απ' ότι είχε μαντέψει, η διαδικασία ήταν τυπική και αναίμακτη. Μάλλον τους ζητούσαν χαρτιά και άδειες παραμονής. Ίσως μέσα στη νύχτα να τους άφηναν να φύγουν.
Ολόκληρη την ημέρα βοηθούσε την Φαχριγιέ με τα τέσσερα παιδιά της. Από τις λίγες κουβέντες που αντάλλασσαν, η Φαχριγιέ ήταν μια συνεσταλμένη γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε, που είχε χάσει τον άντρα της και μάταια προσπαθούσε να εντοπίσει κάτι συγγενείς της στην πρωτεύουσα. Τα παιδιά της είχαν μικρή διαφορά το ένα από το άλλο. Το μεγάλο αγόρι ήταν γύρω στα επτά, το κορίτσι περίπου πέντε και τα άλλα δυο δίδυμα αγόρια ακόμη θήλαζαν. Για να την ξεκουράσει, εκείνη απασχολούσε τα δύο μεγαλύτερα παιδιά. Τους είχε μοιράσει και το φαγητό που είχε στην τσάντα της.
Η γυναίκα δίπλα της είχε αποκοιμηθεί αποκαμωμένη στο πάτωμα με τα δυο μωρά στην αγκαλιά. Το μεγαλύτερο αγόρι έπαιζε ήσυχα με τις σκιές που σχημάτιζαν στον τοίχο τα χεράκια του. Όσο εκείνη παρατηρούσε το παιχνίδι του, η μικρή κόρη της Φεριντέ, ξέφυγε της προσοχής της. Έτρεχε ανέμελα παίζοντας στους διαδρόμους. Μέχρι να σηκωθεί εκείνη και να την φέρει ξανά κοντά τους, το κορίτσι είχε φτάσει στην άλλη άκρη, κοντά στη σκάλα, και συγκρούστηκε με τα πόδια ενός από τους άντρες της οργάνωσης που μόλις είχε ανέβει. Ήταν εκείνος που έμοιαζε για αρχηγός τους. Σταμάτησε κοίταξε ανέκφραστα μια εκείνη και μια το παιδί. Το βλέμμα του ήταν αναστατωμένο και δεικτικό, αναγκάζοντας τη να μείνει στην ίδια θέση μέτρα μακριά και να απομακρύνει τα μάτια της από τα δικά του.
YOU ARE READING
Μικρή Βαλίτσα
RomanceΤους μισούσε... Τους μισούσε όλους ανεξαιρέτως ο Ορέστης. Μαζί με τον καλύτερο του φίλο, του είχαν στερήσει την ανθρωπιά, τη συνείδηση, την ελευθερία. Η εκδίκηση τον βασάνιζε και ο σκοπός της ζωής του είχε γίνει πια ένας: να καταστρέψει οτιδήποτε ξέ...