9. Ασσί Γκιμπράν

353 45 13
                                    



                                                      9. Ασσί Γκιμπράν

Εφανερώσαν το κ' οι δυό, πως είν' εκεί σωσμένοι,

κι απόκει στέκου' σα βουβοί, κ' η γλώσσα τως σωπαίνει.

Ερωτόκριτος, Γ, 581-582


«Δεν φτάνει που σας μαζέψαμε εδώ, πρέπει και να σας ταΐζουμε κιόλας! Αν δεν δουλέψετε, δεν έχει φαί!» φώναξε η υπεύθυνη και με το ίδιο σκληρό και απρόσωπο ύφος παράτησε απρόθυμα δυο σακούλες με αλουμινένια πακέτα στη μέση του δωματίου.

Μόλις η πόρτα κλείδωσε πάλι, οι ξένες γυναίκες πλησίασαν διστακτικά και άρχισαν να επεξεργάζονται τα πακέτα. Σύντομα άρχισαν να τρώνε πρόθυμα το ζεστό φρέσκο φαγητό μετά από τόσες μέρες ασιτίας και τόσο κόπο που κατέβαλαν για να καθαρίσουν το τεράστιο οικοδόμημα, την προσωρινή τους φυλακή. Της πρόσφεραν κι εκείνης μια λαχταριστή αχνιστή μερίδα, αλλά αρνήθηκε με την δικαιολογία ότι ήταν πολύ κουρασμένη. Έγειρε στο φθαρμένο στρώμα που της αναλογούσε και ξάπλωσε, προσποιούμενη την κοιμισμένη, ενώ στην πραγματικότητα το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς.

Η προηγούμενη συνάντηση την είχε τρομοκρατήσει. Είχε προδοθεί μόνη της και ήταν ώρα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Της είχε ζητήσει να πάρει τα υπάρχοντα της μαζί, αλλά και να μην φάει τίποτα. Τι είδους νέο μαρτύριο ήταν αυτό; Άλλωστε, αυτοί οι άνθρωποι ήταν αδίστακτοι και απρόβλεπτοι. Και ποιος μπορούσε να της εγγυηθεί ότι αυτός ο Ορέστης ήταν τόσο αθώος και καλοπροαίρετος όσο παρίστανε;

Όταν τα φώτα έσβησαν, όλες οι γυναίκες είχαν ήδη κοιμηθεί. Εκείνη είχε απομείνει με συντροφιά το σκοτάδι και τη σιγαλιά της νύχτας να ατενίζει το κενό. Η ανησυχία της την έκανε να ανακαθίσει στο στρώμα και να τυλίξει τα χέρια γύρω από τα γόνατά της. Τα δόντια της χτυπούσαν μεταξύ τους και δεν ήξερε αν ο ανατριχιαστικός αυτός ήχος οφείλονταν στην παγωνιά ή στην αγωνία. Έμεινε να ακούει τον ήχο της βροχής που έκανε τον χρόνο να κυλά ακόμη πιο βασανιστικά. Τα λεπτά κατέληξαν να μοιάζουν με αιώνες.

Παρόλο που βρισκόταν σε διαρκή εγρήγορση, όταν άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει, όλο της το κορμί τεντώθηκε απότομα. Ωστόσο, η πόρτα παρέμενε κλειστή, αυξάνοντας την ταραχή. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει; Να περιμένει ή να βγει στο διάδρομο; Και έπειτα, που να πάει; Άρπαξε το σακίδιο της και ακολουθώντας το ένστικτό της, ανέβηκε τις σκάλες, προσέχοντας μήπως κάποια από τις γυναίκες αντιληφθεί την ξαφνική φυγή. Εκείνες όμως κοιμόταν αμέριμνες, ανίδεες για την τύχη της.

Μικρή ΒαλίτσαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant