"Το παλιο μπαρ"

13 1 0
                                    


Φοράει τα ρούχα απο Χθές. Γύρισε 4 το πρωί στο σπιτι. Βγήκε μονη της πάλι. Σε εκείνο το παλιό μπάρ κοντά στο κέντρο της πόλης. Ηπιε πολύ. Της αρέσει να κάνει κεφάλι. Νιώθει ωραία.

Κάθετε στο ψηλό σκαμπό της μόνη και έγραφε . Ούτε αυτή δεν ήξερε. Εγραφε ασταμάτητα. Εγραφε οτι σκέψεις είχε σε εκείνο το μεγάλο τετράδιο. Σε εκείνο το τετράδιο που γράφει τις σκέψη της, την γνώμη της, τα θέλω της, τις μικρές γελιες χαρές της, και την μεγάλη της θλίψη. Την θλίψη και την απώλεια που την κυριεύει. Την θλίψεις της που νιώθει καθε μερα με καθε τροπο. Αλλά μόνο τα γράφει στο τετράδιο, δεν τα εκφράζει.

Ο μόνος που είναι κοντά της είναι ο σταυρός που ξέχασε εκείνος στο δωμάτιο της εκείνο το βραδύ . Το φυλακτό του. Το ξέχασε πάνω στον τελευταίο τους καβγά. Το φοράει πάντα. Μόνο για αυτό ζεί. Τα μάτια που αγαπά είναι το μόνο πράγμα που την κρατάει στην ζωή, είναι πλέον ενα αντικείμενο. Αφού όλοι έχουν φύγει αφού ο τελευταίος ήταν εκείνος.

Ολοι φεύγουν και έρχονται. Φυσικά την θέλανε άλλα αγόρια κ άλλες φίλες της. Αλλες παρέες που είχε. Αλλά δεν ήθελε κανέναν μα μόνο εκείνον. Δεν ήθελε άλλες φίλες. Ηθελε αυτές. Δεν ήθελε άλλη παρέα αλλά εκείνη.
Δεν την έδιωξαν. Εφυγε. Και από αυτές και απο εκείνον και από αυτούς.
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο ένιωθε μόνη. Ενιωθε οτι τους πληγώνε με την θλίψη και τα προβλήματα της. Μετακομησε στην ηλικία τον 19 για σπουδές μακριά,σε μια άλλη πόλη. Ηταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Το μόνο που μπορούσε να ήταν να σπουδάζει. Τα πήγαινε πολύ καλά. Μέχρι τώρα.

Εγραφε λοιπόν. Εγραφε οτι της λείπει εκείνη. Η μυρωδιά της, τα μάτια της, τα αστεία της, τις αναμνήσεις που μοιράστηκαν μαζί. Την πλήγωσε τόσο πολύ. Ηταν σαν αδελφή της. Ζήσαν μαζί τα παιδικά χρόνια. Κι όμως την πλήγωσε. Πολλές φορές αμέτρητες. Ηταν αυτή που την έκανε να νιώθει μόνη. Ετσι πιστεύει τουλάχιστον. Δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν ο μόνος λόγος εκείνη αλλά για όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε και ήθελε να πεθάνει την έκαναν να νιώθει μόνη, το κενό στο στήθος της, το κενό. Την θλίψη, την θέληση της για να πεθάνει.

Δηλαδή οι άνθρωποι που αγαπούσε την έκαναν να θέλει να πεθάνει.

"Ειναι τόσο άδικο. '' Γράφει.

"Τόσο άδικο να την αγαπώ τόσο και να με πληγώνει τόσο βαθιά." Συνεχίζει.

Οταν έφυγε την έφερναν τηλέφωνο και την φώναζαν και την πετούσαν σπόντες στα Μ.Μ.Ε. Μετά απο καιρό την επερναν τηλέφωνο και το σήκωνε. Την επερναν όταν ήταν όλες μαζί. Σπάνια. Δυο φορές πρίν δύο χρόνια. Εκλεγαν και την ζητούσαν πισω. Τοτε. Οταν άνοιξε ξανά τα Μ.Μ.Ε. ειχε δεκάδες μυνήματα απο εκείνον. Του έλειπε τόσο πολύ. Σπάσαν στο κλάμα μόλις είδε το όνομα του στα μυνήματα. Εκλεγε πρίν καν ανοίξει τα μυνήματα. Ηταν ο πρώτος της έρωτας. Μαζι του ένιωθε ζωντανη και ας ηταν στεναχωρημένη απο ολα τα προβληματα της. Ηταν "τέλειος".

ΠΡΟΣΟΧΉ: ΜΗΝ ΑΓΓΊΖΕΤΕWhere stories live. Discover now