Μόλις ο ήλιος βγήκε ολόκληρος στον ουρανό, αποφάσισα πως ήταν η ώρα να φύγω. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο Μάικλ είχε βγει στον κήπο για να μαζέψει φράουλες για το μεσημεριανό. Ο μπαμπάς κοιμόταν εδώ και πολλή ώρα...Είχε γυρίσει εξαντλημένος στο σπίτι. Ανέβηκα στον πάνω όροφο του σπιτιού που βρίσκονταν τα δωμάτια εμένα και του αδερφού μου. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρά μου και άνοιξα την ντουλάπα μου. Τα ρούχα μου ελάχιστα, αλλά το κάθε ένα ήταν ξεχωριστό... Τα περισσότερα ήταν της μαμάς, άλλα τα είχα συγκεντρώσει από διάφορες περιστάσεις... Διάλεξα και φόρεσα μια μαύρη ολόσωμη φόρμα, κολλητή, με φερμουάρ στην πλάτη κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Ήταν η αγαπημένη της...Της ταίριαζε τέλεια, όπως νιώθω ότι ταιριάζει και σε εμένα τώρα... Έδεσα γύρω από τη μέση μου μία δερμάτινη ζώνη. Πήρα την βούρτσα μου και πήγα μπροστά από τον καθρέφτη. Αντίκρυσα το είδωλό μου, μια νεαρή κοπέλα με χλωμό δέρμα και μάγουλα αναψοκοκκινισμένα από την ζέστη, ξανθά σγουρά μαλλιά μέχρι την πλάτη και μάτια σκούρα καστανά, άγρυπνα και έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο... Χτένισα τις μπούκλες των μαλλιών μου όσο καλύτερα μπορούσα. Τις έπιασα αλογοουρά και στάθηκα με ίσια την πλάτη μπροστά από τον καθρέφτη. Έτσι πρέπει να στέκομαι όταν βγαίνω έξω από το σπίτι, γεμάτη περηφάνια. Με ύφος που εκφράζει ανωτερότητα και, όπου χρειάζεται, απειλή, έτσι ώστε κανένας να μην νομίζει ότι είμαι αδύναμη ή υποταγμένη στις άσχημες καταστάσεις...Έτσι ώστε να μην φαίνομαι εκμεταλλεύσιμη... Δεν πρέπει να υπάρχει κανένα ίχνος φόβου στο βλέμμα μου. Δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επιβιώνουμε... Φόρεσα το περιδέραιο της μαμάς, μια όμορφη αλυσίδα με κρεμασμένο ένα ασημένιο μισοφέγγαρο.Μύριζε ακόμα το άρωμά της μετά από τόσα χρόνια... Μαργαρίτες... τα αγαπημένα της λουλούδια...Τα λουλούδια που έκοψα για να της φτιάξω κολιέ πριν από εφτά χρόνια, ένα κολιέ που ποτέ δεν μπόρεσα να της δώσω... Μόλις το σκέφτηκα αυτό, με κατέβαλε ένα συναίσθημα απέραντης θλίψης...Αμέσως καθάρισα το μυαλό μου από κάθε σκέψη...Έπρεπε να βιαστώ! Η ώρα είχε περάσει... Πήγα στο κρεβάτι μου και σήκωσα το μαξιλάρι για να βρω το περίστροφό μου, ένα όπλο που χρησιμοιούσα προσωρινά μέχρι να βρω κάτι καλύτερο... Το γέμισα με σφαίρες και το έβαλα στη ζώνη. Έβαλα κι άλλες σφαίρες στην τσέπη της φόρμας μου. Ήμουν έτοιμη...
Ενώ κατέβαινα τις σκάλες, ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην πόρτα. "Πάνω στην ώρα...", σκέφτηκα. Έφτασα στο ισόγειο και άνοιξα την πόρτα. Τρία άτομα, περίπου στην ίδια ηλικία με εμένα, στέκονταν στην είσοδο του σπιτιού. "Νωρίς ήρθατε...", αναφώνησα με ειρωνικό τόνο στην παρέα. "Καλημέρα και σε εσένα, Μπέλα!", ειρωνεύτηκε, επίσης, ένα από τα αγόρια της παρέας, ένας κοκκινομάλλης νεαρός με φακίδες στα μάγουλα και ένα διαρκές μειδίαμα στα χείλη. "Τζέικ, γίνεσαι ενοχλητικός", αναφώνησε η κοπέλα που στεκόταν δίπλα του, ένα όμορφο νεαρό κορίτσι με σοκολατί δέρμα και μαύρα σγουρά μαλλιά. "Μην ανυσηχείς, Σαμάνθα... Τον έχω συνηθίσει...", απάντησα, ενώ στεκόμουν στο κατώφλι της πόρτας. Ο Τζέικ και η Σαμάνθα, δύο από τους καλύτερους φίλους μου. Ήμασταν μια αχώριστη παρέα... Μπορούσα να τους εμπιστευτώ τα πάντα! Ήξερα ότι θα με υποστηρίξουν στα δύσκολα, όπως θα έκανα κι εγώ για αυτούς... Κοίταξα το τρίτο μέλος της παρέας, ένα αγόρι που στεκόταν από πίσω τους. Ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος νεαρός με ξανθά σταρένια μαλλιά, μάτια καταγάλανα σαν τον απέραντο ουρανό και σαρκώδη χείλη... Είχε πραγματικά επιβλητικό παράστημα... "Γιατί δεν μιλάς; Μήπως κι εσύ θύμωσες που δεν είπα καλημέρα;", τον ρώτησα. "Το να σε βλέπω μου αρκεί...", μου απάντησε γλυκά... Κοκκίνισα... Ο Λόγκαν, ο μεγαλύτερος της παρέας, ήταν το πρώτο άτομο που γνώρισα μετά τον θάνατο της μαμάς. Ήταν μια εποχή δύσκολη για εμένα, αλλά εκείνος με βοήθησε να την ξεπεράσω... Μου στάθηκε σαν πραγματικός φίλος. Μετά από καιρό, μου σύστησε τους φίλους του, τον Τζέικ και την Σαμάνθα και, από τότε, είμαστε αχώριστοι. Θυμάμαι πως πάντα υπήρχε κάτι μεταξύ μας... Από την αρχή της γνωριμίας μας φλερτάραμε συχνά ο ένας τον άλλο... Για αυτό και πολλοί νόμιζαν πως είχαμε σχέση. Η σχέση μας, όμως, είναι τελείως διαφορετική... Είναι μπερδεμένη, όπως είμαι κι εγώ...
"Καλύτερα να ξεκινήσουμε... Έχει περάσει η ώρα", αναφώνησε ο Τζέικ. "Σαμάνθα, έλα.", είπε και άνοιξε την παλάμη του. Η Σαμάνθα ένωσε τα δάχτυλά της με τα δικά του και ξεκίνησαν να περπατάνε χέρι χέρι. Τους χάζευα όσο περπατούσαν... Ο Τζέικ και η Σαμάνθα ήταν ζευγάρι εδώ και χρόνια. Ήταν πραγματικά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και η σχέση τους ήταν σοβαρή... Χαιρόμουν να τους βλέπω να περνάνε μαζί την ώρα τους, ευτυχισμένοι, ξέγνοιαστοι από κάθε ανησυχία, ατρόμητοι... Μερικές φορές έπιανα τον εαυτό μου να νιώθει ζήλεια για αυτή την ανεμελιά, αυτή τη ζωντάνια που τους χάριζε το συναίσθημα της αγάπης... Έιναι ένα συναίσθημα που έχω ανάγκη να νιώσω... Για μένα, όμως, οι σχέσεις αυτή την περίοδο είναι πολυτέλεια... Η οικογένειά μου με χρειάζεται... Για αυτό και είχα αποφασίσει πως δεν ήθελα να γίνει κάτι μεταξύ εμένα και του Λόγκαν, τουλάχιστον μέχρι ο αδερφός μου, ο Μάικλ, να μην με χρειάζεται πλέον και να μπορεί να εξασφαλίζει μόνος του τα απαραίτητα για την επιβίωση. Δεν μπορώ να εγκαταλείψω την οικογένειά μου... Είναι το παν για εμένα... Έχω ευθύνη απέναντί τους. Έχω ευθύνη απέναντι στη μαμά...
Η αγάπη, όμως, δεν θα λείπει ποτέ από τη ζωή μου. Μόλις πέθανε η μαμά, νόμιζα ότι είχε πάρει μαζί της και κάθε συναίσθημα αγάπης που παλιότερα ένιωθα για τον κόσμο γύρω μου... Όμως, ο Λόγκαν τα άλλαξε όλα!.. Με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου, όταν δεν είχα τη δύναμη να φροντίσω ούτε τον εαυτό μου. Με έκανε να νιώσω πάλι ευτυχισμένη... Δεν ξέρω αν μπορώ να συνεχίσω χωρίς αυτόν ή χωρίς τον Τζέικ και την Σαμάνθα...
Ο Τζέικ και η Σαμάνθα είχαν προχωρήσει αρκετά, ώσπου συνειδητοποίησαν ότι είχα μείνει πίσω και τους χάζευα... Ο Λόγκαν στεκόταν δίπλα μου και με περίμενε υπομονετικά. "Θα στέκεστε και θα αγναντεύετε εκεί για πολλή ώρα ακόμα ή θα έρθετε;", αναφώνησε ο Τζέικ σε εμένα και τον Λόγκαν, που είχαμε παραμείνει να στεκόμαστε στο κατώφλι της πόρτας. Κοίταξα τον Λόγκαν κι εκείνος μού έκλεισε το μάτι. "Πάμε, γιατί ο Γουίλιαμς θα φωνάζει πάλι...", μου είπε. Χαμογέλασα... "Μετά από εσένα", του απάντησα περιπαιχτικά...
Και ξεκινήσαμε...
KAMU SEDANG MEMBACA
Ο Πλανήτης των Αθανάτων
Fiksi IlmiahΌλοι περιμέναμε ότι θα συμβεί κάποια μέρα, ελπίζοντας ότι θα ήμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να μην τη ζήσουμε...Κανείς δεν περίμενε να συμβεί με αυτό τον τρόπο..Να έρθει το τέλος του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε, εξαιτίας της υπερβολικής αλαζονείας του α...