Κεφάλαιο 9

984 147 2
                                    

Στο προηγούμενο
Εκανα ένα βήμα πίσω. Μπροστα μου εμφανίστηκε ο Ντέιβιντ.

"Γεια. Δεν ήθελα να σε τρομάξω.' είπε χαμογελαστος. Αυτο το χαμογελο. Αχ.

''Δεν με τρομαξες. Απλώς δεν σε περίμενα.'' είπα απολογητικά και έσκυψα το κεφάλι μου ενώ του έκανα νόημα να περάσει. Αλλα εκείνος έμεινε όρθιος μπροστά μου χωρίς να κάνει καμιά κίνηση.

''Έχεις όρεξη για μια βόλτα στον κήπο ή οπου άλλου θες;'' είπε ενώ ακούμπησε τα παγωμένα χερια του στο πρόσωπο μου για να το σηκώσει. Τα πρασινοκιτρινα μάτια του έλαμπαν. Ηταν τοσο υπεροχα θα μπορουσα να κάτσω ωρες ατελείωτες και να τα κοιταζω.

''Εμ...ναι..υποθετω.' ''Ωραια παμε.'' επιασε το χερι μου και με τράβηξε εξω απ'το δωμάτιο σαν μικρο παιδι που ανυπομονεί για κάποιο δωρο. Γελασα με αυτη μου την σκεψει οπως εκανε και αυτος άλλωστε. Αλλα μαλλον το φαντάστηκα δεν γίνεται κάποιος να διαβάζει τις σκέψεις. Έτσι;

Κατεβήκαμε γρήγορα τα σκαλιά και σταματήσαμε στην κυρία είσοδο. Γύρισε προς το μέρος μου και με κυταξε με ενδιαφέρον ενώ μου χάρισε ένα τέλειο χαμόγελο.
"Λοιπόν; Προς τα που θες να παμε;" "Δεν...Δεν έχω ιδέα. Όπου θες." "Ωραία θες να παμε στο δάσος πίσω απ'το σπιτι; Έχει μια ωραία μικρή λιμνούλα και πιστεύω πως θα σου αρέσει."
Δεν μου άρεσε η ιδέα να πάμε βραδιάτικα στο δάσος αλλά αφου έμενε εδώ θα ήξερε τους κινδύνους. Του εγνεψα καταφατικά, άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε έξω. Περπατήσαμε λίγο ως σπου το κρύο έκανε αισθητή την παρουσία του. Μπορεί να φόραγε φούτερ αλλά και παλυ κρυώνα . Έπρεπε να έχω πάρει ζακέτα.
'Κρυωνεις?.' Πώς το κατάλαβε;
'Λιγο' απάντησα διστακτικά και κοίταξα τα δέντρα που απλώνονταν επιβλητικά μπροστά μας. Ο Ντέιβιντ έβγαλε την ζακέτα του και μου την πέρασε ανάμεσα στα χωμένα στις τσέπες χέρια μου. Γύρισα και τον κοίταξα, μου είσθε εγκεφαλικό. Ήταν μόνο με ένα κοντομάνικο λεπτό μαύρο μπλουζάκι. Χριστός και Παναγία. 'Τι με κοιτάς σαν χανος; Φόρεσε την.' Είπε γελώντας απ'την έκφραση μου. 'Είσαι με τα καλά σου; Με τέτοιοκρύο κυκλοφορείς με κοντομάνικο;. Εσύ χρειάζεσαι την ζακέτα Όχι εγώ με το φουτερ' του είπα και του έδωσα την ζακέτα πίσω. 'Δεν έχω ανάγκη μια ζακέτα. Μπορεί να κάνει κρύο αλλά δεν με επηρεάζει. Τωρα φόρεσε την Εσύ που την έχεις ανάγκη. Δεν πρέπει να κυρώσεις.' Είπε προσπαθώντας να μου δώσει την γκρι ζακετα του.
Μετά από αρκετή ώρα  διαφωνίας σταμάτησε να επιχειρεί να μου την δώσει. 'Αφού δεν την φοράς από μόνη σου δεν μου μένει τίποτα άλλο απ'το να στην φορέσω εγω' είπε και σε λιγο μου είχε βάλει την ζακέτα και είχε κλείσει και το φερμουάρ. Ποτέ πρόλαβε. Έλεος.
'Καλύτερα τώρα .' Ειπε και συνεχίσαμε την διαδρομη μας.

Μπήκα με στο σκοτεινό δάσος. Το μόνο φώς που υπήρχε ήταν αυτό το λιγοστό απ'το φεγγάρι.

Μετά από λίγο φτάσαμε μπροστά από μια λίμνη. Τα πελώρια δέντρα του δάσους μας είχαν αποχαιρετήσει. Καθίσαμε σε ένα βραχακι.

New Life IDonde viven las historias. Descúbrelo ahora