Η Διαταγή

470 20 8
                                    

Περπατάγαμε για αρκετή ώρα, μέχρι που φτάσαμε στο στρατόπεδο, μια έκταση γεμάτη με σκηνές, περικυκλωμένη από ψηλά συρματοπλέγματα, η οποία ήταν τοποθετημένη πολύ κοντά στα τείχη του Σέλτερ, σχεδόν δίπλα τους. Η είσοδος, μια συρόμενη καγκελόπορτα, φυλαγόταν από δύο άτομα, ένα νεαρό αγόρι και ένα κορίτσι, και οι δυο μαυροντυμένοι, που ο καθένας κρατούσε στο χέρι από μια καραμπίνα.
"Πάλι εσένα έβαλαν για φρουρό;" ρώτησε η Σαμάνθα το αγόρι, τον δεκαεξάχρονο Κέβιν. Ο Κέβιν ήταν ένας νεαρός που μόλις ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο, με καστανά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, σκούρα καστανά μάτια και πάντα με μια απτόητη αισιοδοξία στην στάση του. "Άστα... Έχω να ανέβω στα τείχη εδώ και πάνω από ένα μήνα..." απάντησε ο Κέβιν, γεμάτος παράπονο. "Ξέρεις γιατί; Έχει αέρα πάνω στα τείχη και ο Γουίλιαμς φοβάται μήπως σε πάρει ο άνεμος!.." του απάντησε ο Λόγκαν περιπαιχτικά. Δεν είδα την αντίδραση του Κέβιν, καθώς εκείνη την στιγμή ένιωσα μια παρουσία να με πλησιάζει και γύρισα από την άλλη πλευρά για να δω ποιος είναι. "Καλημέρα Χάνα." της μίλησα. Η Χάνα ήταν ένα ντροπαλό κορίτσι, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, με μαύρα, ολόισια μαλλιά με αφέλειες και δέρμα λευκό σαν το χιόνι. Οι γονείς της είχαν πεθάνει όταν ήταν μωρό ακόμα, γι' αυτό και την φρόντιζε η γιαγιά της. "Γεια σου, Μπέλα." μου απάντησε, σχηματίζοντας, ταυτόχρονα, ένα μικρό χαμόγελο. "Πώς είσαι σήμερα;" την ρώτησα. "Μια χαρά" μου απάντησε. Για λίγο έμεινε σιωπηλή. "Πόσα όπλα έχεις;" με ρώτησε αργότερα. "Μόνο το περίστροφο." της απάντησα και της έδειξα την ζώνη με το όπλο μου. "Ωραία. Τώρα σήκωσε τα χέρια σου." μου είπε κι εγώ υπάκουσα αμέσως. Ψηλάφισε με τα αδύνατα, χλωμά της χέρια την στολή μου για λίγα λεπτά. "Ο έλεγχος τελείωσε. Μπορείς να περάσεις." μου είπε και, μετά, έκανε ένα βήμα πίσω.
Μόλις τελείωσαν και οι υπόλοιποι τον έλεγχο, ο Κέβιν έβγαλε μια σφυρίχτρα μέσα από την μπλούζα του και σφύριξε δυνατά. Μέσα σε μισό λεπτό η καγκελόπορτα άνοιξε διάπλατα και μπήκαμε στο στρατόπεδο. Πριν κάνουμε λίγα βήματα, η Χάνα μού έπιασε ξαφνικά τον αγκώνα. "Ξέχασα να σου πω. Σε θέλει ο Γουίλιαμς στη σκηνή του." μου είπε. "Ωχχ..." βόγκηξε η Σαμάνθα. Ένα συναίσθημα δυσφορίας με διαπέρασε στιγμιαία. "Εντάξει, Χάνα. Σε ευχαριστώ που με ενημέρωσες." της είπα. Μού χαμογέλασε και έφυγε. "Τι θέλει πάλι;" αναρωτήθηκε ο Λόγκαν με ανήσυχο ύφος. "Μην αγχώνεστε. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι σημαντικό." του απάντησα. "Το ελπίζω." απάντησε η Σαμάνθα. Έπιασε σφιχτά το χέρι μου. "Έλα στη σκηνή μόλις τελειώσει το κήρυγμα." μου είπε και μού έκλεισε το μάτι. "Εντάξει. Δεν θα αργήσω." της απάντησα κατευναστικά. Και χωριστήκαμε. Οι δυο τους κατευθύνθηκαν στην σκηνή μας, ενώ εγώ στην σκηνή του Γουίλιαμς. Λίγο πριν απομακρυνθούμε  κοίταξα πίσω και εντόπισα το Λόγκαν να με κοιτάει κι αυτός. Άρχισε να κουνάει το στόμα του χωρίς να βγάζει ήχο. "Κουράγιο" προσπαθούσε να μου πει αθόρυβα. Χαμογέλασα και του ένευσα καταφατικά. Του είχα πει κάποτε πως, μικρή, όταν ήμουν αγχωμένη, αυτή τη λέξη μού την έλεγε πάντα η μαμά μου...
Μόλις έφτασα έξω από την σκηνή του Γουίλιαμς, μία τεράστια, κατάμαυρη σκηνή στην μέση του στρατοπέδου, με κατέκλυσε ένα συναίσθημα νευρικότητας. Άδειασα το μυαλό μου από κάθε αρνητική σκέψη, γέμισα κουράγιο και μπήκα μέσα.
Μόλις μπήκα στην σκηνή, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν μια μικρή λάμπα φθορίου, ο μοναδικός φωτισμός του τεράστιου εκείνου χώρου, που κρεμόταν στο κέντρο της σκηνής και φώτιζε το εσωτερικό της, το οποίο αποτελείτο από ένα πλήθος διαφορετικών κιβωτίων, αφίσες με προσωπογραφίες ηλικιωμένων αντρών και γυναικών, οι οποίοι πιθανώς είχαν κάνει σημαντικά πράγματα για το Σέλτερ στην εποχή που έζησαν, κολλημένες στα τοιχώματα της σκηνής και ένα μικρό τραπέζι στη μέση με ακουμπισμένη πάνω του μια ποικιλία διαφορετικών χαρτών και όπλων. Γύρω από το τραπέζι υπήρχαν τρεις καρέκλες. Στην μία από αυτές καθόταν ο Γουίλιαμς, παίζοντας με την λαβή ενός καλογυαλισμένου δίκανου. Ήταν ένας σκληροτράχηλος άντρας, ψηλός και χειροδύναμος. Ντυμένος με μαύρα ρούχα, όπως αρμόζει σε έναν Φύλακα, με ένα μικρό, μαύρο σκουλαρίκι κρεμασμένο στο ένα αυτί του και με μαλλιά κουρεμένα τόσο κοντά που μπορούσες να διακρίνεις το κρανίο του, ο Γουίλιαμς αποτελούσε τον αρχηγό της επιφυλακής του Σέλτερ. Μόλις με είδε, σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του και άφησε το δίκανο στο τραπέζι. Το κεφάλι του απείχε ελάχιστα από την οροφή της σκηνής. "Καλημέρα, Μπέλα." αποκρίθηκε με την τραχιά του φωνή. "Θα ήθελα να σου μιλήσω.". "Βέβαια" απάντησα χαμηλόφωνα. "Μην στέκεσαι όρθια. Κάθισε." μου είπε και μου έδειξε με το χέρι του την καρέκλα που βρισκόταν απέναντί του. Αμέσως πήγα και κάθισα στην καρέκλα που μου έδειχνε. Μόλις κάθισα, κάθισε κι εκείνος. "Μην ανησυχείς." μου είπε. "Το θέμα δεν αφορά εσένα. Γνωρίζω ήδη πως είσαι μία από τους καλύτερους Φύλακες που έχουμε στο στρατόπεδο, όπως, άλλωστε, ήταν και η μαμά σου.". Μου χαμογέλασε. "Ίσως και η καλύτερη..." πρόσθεσε αργότερα, κάνοντάς με να κοκκινίσω ολόκληρη. "Αυτό που θέλω από εσένα είναι να μεταφέρεις μια είδηση στον μπαμπά σου." αποκρίθηκε. "Μπορείς να το κάνεις;". Έγνεψα καταφατικά. "Ωραία. Λοιπόν, γνωρίζεις πως εγώ και ο πατέρας σου συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια για την ηγεσία της πόλης. Όπως, επίσης, ξέρεις πως έχω μεγάλη εκτίμηση για το πρόσωπό του  και για το έργο που επιτελεί.". Μόλις τελείωσε την φράση του, σήκωσε ψηλά τα μανίκια της μπλούζας του. Ετοιμαζόταν να μου πει κάτι σημαντικό. Μόλις σήκωσε το δεξί μανίκι του, εμφανίστηκε ένα τεράστιο τατουάζ κατά μήκος του χεριού του. Ήταν μία λέξη σε ξένη γλώσσα, άγνωστη για τους ανθρώπους της εποχής μας. Κάποιοι από το στρατόπεδο μού είχαν εκμυστηρευτεί ότι συμβολίζει την λέξη "ΑΦΟΣΙΩΣΗ", αλλά δεν τους είχα πιστέψει απόλυτα. Πιστεύω ότι έχει μια βαθύτερη σημασία... "Αυτό που θέλω να επισημάνει ο πατέρας σου είναι πως εγώ, ως ένας από τους δύο μοναδικούς ηγέτες του Σέλτερ, θα ήθελα να δω την πόλη μας να αναπτύσσεται. Εδώ και χιλιάδες χρόνια έχουμε μείνει κολλημένοι στο ίδιο σημείο. Δεν σημειώνονται πλέον προόδοι. Αντιθέτως, αυξάνονται διαρκώς τα προβλήματα... Οι προμήθειες μειώνονται και οι Ιχνηλάτες γίνονται ολοένα και πιο απειλητικοί! Πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα!". Μόλις τελείωσε τον λόγο του, ψηλάφισε με το χέρι του το τραπέζι, μέχρι που βρήκε έναν φάκελο. Μου τον έδωσε. "Από 'σένα δε θέλω τίποτα άλλο εκτός από το να δώσεις αυτό στον πατέρα σου." μου είπε. Πήρα τον φάκελο στα χέρια μου. "Βασιστείτε πάνω μου." του απάντησα με σιγουριά. "Θα το λάβει όσο το δυνατόν νωρίτερα." Ο Γουίλιαμς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και, στην συνέχεια, μου έδειξε με το χέρι του την έξοδο. "Μπορείς να φύγεις." μου είπε. "Σας ευχαριστώ." του απάντησα. Έβαλα τον φάκελο στην τσέπη της φόρμας μου και γύρισα από την άλλη, έτοιμη να φύγω. "Επίσης, αύριο μια ομάδα από Φύλακες θα βγουν έξω από το Σέλτερ για οπλισμό και προμήθειες.." πρόσθεσε ο Γουίλιαμς λίγο πριν φύγω. "Θα το εκτιμούσα αν εσύ και οι φίλοι σου συμμετείχατε στην αποστολή.". Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει από χαρά!.. Επιτέλους! "Μετα χαράς , κύριε!" απάντησα κατευθείαν. "Ωραία. Είσαι ελεύθερη.." μου απάντησε. Μόλις τελείωσε την φράση του, εγκατέλειψα την σκηνή του και κίνησα για την δικιά μας. Προσπέρασα διάφορες σκηνές, άλλες αδειανές, των οποίων οι ιδιοκτήτες τριγυρνούσαν στο στρατόπεδο ή φύλαγαν τα τείχη, άλλες γεμάτες νεαρούς που έπαιζαν κάρτες. Πολλές από τις παρέες με κάλεσαν για να κάτσω μαζί τους , είχα όμως κάτι σημαντικότερο να κάνω...
Μόλις έφτασα στην σκηνή, άνοιξα την είσοδο και αντίκρισα τον Λόγκαν και την Σαμάνθα να παίζουν τράπουλα ανάμεσα σε μια θάλασσα από άχρηστα αντικείμενα και σαβούρες. Κανένας από την παρέα δεν ήταν ιδιαίτερα τακτικός... "Τι σε ήθελε τελικά;" ρώτησε η Σαμάνθα, γεμάτη απορία. "Θα σας τα πω όλα." της απάντησα. "Αλλά, αρχικά, θα σας πω για την αποστολή!...".

Hai finito le parti pubblicate.

⏰ Ultimo aggiornamento: Apr 11, 2017 ⏰

Aggiungi questa storia alla tua Biblioteca per ricevere una notifica quando verrà pubblicata la prossima parte!

Ο Πλανήτης των ΑθανάτωνDove le storie prendono vita. Scoprilo ora