Το λευκό τριαντάφυλλο...

1.2K 51 5
                                    

 Η πόρτα ασφαλείας του διαμερίσματος άνοιξε με μια σχετική ευκολία. Η νεαρή γυναίκα έσυρε την τροχήλατη βαλίτσα της και μπήκε μέσα στο σκοτεινό χώρο διστακτικά. Χριστέ μου, είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που είδε αυτό το διαμέρισμα. Τα έπιπλα ήταν γεμάτα σκόνη αλλά στην ίδια θέση που βρισκόταν έξι ολόκληρα χρόνια πριν. Έκλεισε την πόρτα μόλις ένιωσε ένα παγωμένο αεράκι να γαργαλάει την ραχοκοκαλιά της και πάτησε τον διακόπτη, φωτίζοντας το καθιστικό και την τραπεζαρία.

Η συναισθηματική της φόρτιση ήταν τόσο έντονη. Από την μία το πολύωρο ταξίδι της από την Ιταλία και από την άλλη η επιστροφή που δίσταζε τόσο καιρό να πραγματοποιήσει. Η Έλενα άφησε την βαλίτσα της στην άκρη και με απαλά βήματα κατευθύνθηκε προς τα άλλα δωμάτια του διαμερίσματος. Το γραφείο της που βρισκόταν στη δεύτερη πόρτα αριστερά, απέναντι από το μπάνιο ήταν το πρώτο μέρος που μπήκε. Άνοιξε το φως και έμεινε κολλημένη στην πόρτα να το παρατηρεί. Πόσα σχέδια είχε κάνει εδώ μέσα! Δεκάδες σχέδια κρεμόντουσαν στους τοίχους ενώ δύο, τρεις μακέτες ήταν στο πάτωμα γεμάτες σκόνη και ιστούς αράχνης. Το δωμάτιο μύριζε έντονα κλεισούρα και ασυναίσθητα προχώρησε προς το παράθυρο και το έκανε ανάκληση.

Όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, ένα δάκρυ κύλησε στο δεξί της μάγουλο. Αυτό που δεν τολμούσε να κάνει στιγμές πριν, το έκανε τελείως ασυναίσθητα. Συνειδητοποιώντας πως πια δεν είχαν σημασία οι δισταγμοί, κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρά της που βρισκόταν δίπλα από τη μικρή αποθήκη, δύο πόρτες μακριά από το γραφείο. Δίστασε να ανοίξει το φως. Οι αναμνήσεις που ήρθαν απρόσκλητες στη θύμησή της, την ανάγκασαν να κάνει μια στροφή και να επιστρέψει στο καθιστικό. Δεν ήταν έτοιμη ακόμη και ίσως να μην ήταν ποτέ.

Προχώρησε προς τη κουζίνα και τραβώντας την κουρτίνα που κόντεψε να σκιστεί από την επαφή, έκανε την μπαλκονόπορτα ανάκληση και έφυγε. Σιγά, σιγά η μυρωδιά της κλεισούρας άρχισε να εξαλείφεται και η Έλενα πήρε μια βαθιά ανάσα και έριξε το σώμα της στο διθέσιο καναπέ που βρισκόταν απέναντι από το έπιπλο της τηλεόρασης, λίγα μέτρα μακριά από την πόρτα. Αμέσως, ένα κύμα σκόνης την έκανε να βήξει και κοιτώντας τα ρούχα της διέκρινε χιλιάδες κόκκους. Εξαντλημένη έγειρε στον καναπέ και δίχως να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε.

Το επόμενο πρωί, ο συνεχόμενος ήχος του κουδουνιού την ξύπνησε απότομα. Για δευτερόλεπτα, πανικοβλήθηκε γιατί δεν ήξερε πού βρισκόταν αλλά λίγο μετά, τα θυμήθηκε όλα. Έτριψε τα μάτια της και τέντωσε τα άκρα της που τα ένιωσε πιασμένα. Το κουδούνι συνέχισε να χτυπά. Σηκώθηκε απρόθυμα και μη γνωρίζοντας ποιος είναι, κοκάλωσε. Αν ήταν εκείνος; Όχι, όχι αυτό δεν θα το άντεχε! Πάτησε στις μύτες των ποδιών της για να δει από το ματάκι της πόρτας αλλά δεν διέκρινε κανέναν. Μα ποιος ήταν, τέλος πάντων; Αποφάσισε να ρωτήσει γιατί αλλιώς θα την έπιανε κρίση πανικού.

Ο έρωτας νικά τα πάνταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora