Κεφάλαιο 17ο

113 23 0
                                    

Φτάσαμε επιτέλους! Μετά απο 5 ωρες διαδρομή είμαστε πάλι στο νησι, ανυπομονούσα να δω την Μπρέντα και την Βανέσα. Μόλις μπήκαμε στην αυλή του σχολείου όλοι οι μαθητές γύρισαν και με κοιταξαν. Απο δίπλα μου ήταν ο Μάγκρους ο οποίος κρατούσε τις βαλίτσες μου, ισως γι αυτό όλοι να παραξενευτικαν, ομως αυτός συνεχίστηκε και μέσα κάποιοι κοιτούσαν θυμωμένα και άλλοι καχύποπτα. Στριψαμε προς το διάδρομο που βρισκόταν το γραφείο της διευθύντριας. Ο Τζέισον χτύπησε την πορτα και μπήκε μέσα, εκείνη έλλειπε. Ο Τζέισον άνοιξε ενα ντουλαπάκι που υπήρχε στον τοίχο και έβγαλε ενα κλειδί, το οποίο μου δίνει

Τ: είναι από το νέο σου δωμάτιο βρίσκετε στον 3ο όροφο

Α: ποιο ψηλά δεν πάει;

Είπα καπως βαριεστημένα και πήρα το κλειδί. Με βοήθησε να πάω τα πράγματα μέχρι πάνω, υπήρχαν πολλά σκαλιά και αυτό με κούρασε. Οταν φτάσαμε εξω από την πόρτα με αποχαιρέτησε και μου είπε να ξεκουραστώ και μετα να πάω στον γιατρό του σχολείου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα, ήταν πιο μεγάλο από το προηγούμενο, απ οτι θυμάμαι μας είχαν πει ότι θα μας βάλουν τον εναν κοντά στον άλλον, μιλώντας πάντα για όσους ήμασταν στο συμβάν που είχε γίνει στην παραλία. Αφησα τις βαλιτσες κοντα στην ντουλάπα και ξαπλωσα, υπέθεσα πάλι οτι ο συγκάτοικος μου θα είναι ο Όντιν ανυπομονούσα να τον δω, έφυγα χωρις να πω τίποτα σε κανέναν μπορεί και να έχουν ανησυχήσει. Γέλασα με αυτήν την σκέψη, όλοι εμείς είμαστε ρεμάλια δεν ανησυχούμε ούτε για τους ιδιους μας του εαυτούς θα νοιαζόμαστε για τους άλλους, τώρα που το σκέφτομαι δεν θυμάμαι να ανησύχησα ποτέ για κάτι μόνο σε οτι αφορούσε στο να σώσει το τομάρι μου, ούτε εχω κλάψει θυμάμαι στην κηδεία την μητέρας μου που απλά είχα ενα ανευκφραστο βλέμμα, ήμουν όντως πολύ στεναχωρημένη αλλά δεν μου έβγαινε δεν ξέρω γιατί. Σηκώθηκα με το ζόρι ήθελα να κάνω ενα μπάνιο για να χαλαρώσω. Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου ήταν κι αυτό πιο μεγάλο, αυτή τη φορά είχαμε μπανιέρα αντί για ντουζιερα, δεν έχασα την ευκαιρία και την γέμισα, οι υδρατμοί είχαν γεμίσει όλο τον χώρο, μ'άρεσε το πολύ καυτό νερό έτσι βυθίστηκα αμέσως μέσα της. Δεν κατάλαβα πόση ωρα πέρασε πάντως το σίγουρο ήταν πως με πήρε ύπνος, αν δεν άκουγα το χτύπημα ντης πόρτας θα καθόμουν μέχρι το πρωί, το νερό ειχε κρυώσει και με έκανε να ανατριχιάσω, σηκώθηκα και αφου ξεπληθηκα έδεσα μια πετσέτα γύρο από το σώμα μου και από τα μαλλιά μου και βγήκα έξω  ήθελα τόσο πολύ να δω τον Όντιν. Μόλις βγήκα έξω είδα το πιο απαίσιο και απρόσμενο θέαμα, ήταν ο Κάρτερ που καθόταν στον μικρό καναπέ στο δωμάτιο μου.

Α: τι κάνεις εσυ εδώ;

Γυρίζει και με κοιτάει και με χαμογελάει

Κ: Αριαννα επιτέλους επεστρεψες

Σηκώνετε και με πλησιάζει, έρχεται πολύ κοντά μου ετσι αναγκάζομαι να κάνω λίγα βήματα πίσω

Α: ο φίλος σου δεν είναι εδω οπότε δινε του

Αρχίζει και γελάει σαν χαζό και κάθετε στο κρεβάτι μου, μου είχε σπάσει ήδη τα νεύρα

Κ: α δεν τα έμαθες για φέτος θα είμαστε συγκάτοικοι

Γουρλωσα τα μάτια και τον κοίταξα, δεν μπορεί να έτυχε να μείνω μαζί του κάποιος μου κάνει πλάκα, πόση γκαντεμιά ποια

Α: μου κανείς πλάκα έτσι;

Κ: οχι κούκλα όπως βλέπεις η μοίρα μας θέλει μαζί

Αναστεναξα και έκανα έναν μορφασμο αγανάκτησης

Α:καταρχάς παρε ποδι απο το κρεβάτι μου, δε θέλω να μου το λερωσεις ακόμα δεν ηρθα

Κ: ότι πεις κούκλα

Σηκώνετε από το κρεβάτι και κάθομαι εγω, ξαπλώνω κάτω την βαλίτσα την ανοίγω και βγάζω ενα συνολακι, μπαίνω μέσα στο μπάνιο για να αλλάξω. Αφου ντύθηκα και στέγνωσα τα μαλλιά βγήκα εξω, ήμουν έτοιμη να φύγω να παω στον γιατρό όπως μου είχε πει ο Μάγκρους, πριν προλάβω να βγω ακούω την πορτα να χτυπάει

Κ: άνοιξε για σενα θανε

Τον αγνοώ και δεν του απαντώ, ανοίγω την πόρτα και βλέπω μια ξανθιά κοπέλα να στέκεται, ήταν πιο ψηλή από μένα και φόρουσε ενα ζευγάρι ψηλές μωβ γόβες, μια κοντή τζιν φούστα που με το ζόρι κάλυπτε τον πισινό της και ένα αποκαλυπτικό μωβ μπλουζάκι που ταίριαζε υπέροχα με τα μεγάλα πράσινα μάτια της, το μακιγιάζ της ήταν θεϊκό και τα μαλλιά της ήταν μακρυά μεχρι την μέση στης σχεδόν, η διαφορά μας ήταν εμφανές, εκείνη όμορφη περιποιημένη και εγώ είμαι σαν.....σαν μη πω τι είμαι σαν τέρας φαίνομαι μπροστά της. Παίρνω το θάρρος και την ρωτάω

Α: θες κάτι;

Σχολείο Για Εγκληματίες Βιβλίο 1ο (ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now