Κεφάλαιο 1ο

150 12 8
                                    

Καθώς το φεγγάρι έδινε την θέση του στον ήλιο, η φύση ξυπνούσε σηματοδοτώντας έτσι την αρχή μιας νέας ημέρας στην Ατλάντα. Το πρωινό βρήκε την πριγκίπισσα Λουσία στο μπαλκόνι της να κοιτάζει την πόλη που απλώνονταν μπροστά της και να θαυμάζει τα τόσα χρώματα που έβαφαν τον πρωινό ουρανό.

Η ματιά της προσπέρασε τα ψηλά τείχη που περικύκλωναν το κάστρο και πλανήθηκε πάνω από τις κεραμιδί σκεπές των σπιτιών του Άρνοσμεντ και ανάμεσα στους δρόμους του. Ο ήλιος ήταν ακόμη χαμηλά στον ουρανό κάνοντας την να καταλάβει πόσο νωρίς ήταν ακόμα, όμως ήδη έβλεπε άμαξες στους δρόμους και πιο μακριά ανθρώπους, σαν μικρές κουκίδες, να κινούνται στα σπαρμένα χωράφια τους, ανάμεσα, στα κοντά ακόμα, στάχυα. Έβλεπε παιδιά να τρέχουν και να παίζουν ανέμελα στους πλακόστρωτους δρόμους και, ενώ το γέλιο τους δεν έφτανε στ' αυτια της, μπορούσε με ευκολία να το φανταστεί. Αγαπούσε την πόλη, όπως και την χώρα της. Οι άνθρωποι ήταν καλόκαρδοι, φιλόξενοι° υποδέχονταν τους ξένους με χαμόγελο. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς εξάλλου, αφού το Άρνοσμεντ ήταν εκτός από πρωτεύουσα της Ατλάντα, το κέντρο τεσσάρων βασιλείων, γι' αυτο το λόγο κιόλας κατακλύζονταν από έμπορους όλων των εθνοτήτων που περνούσαν από κει, για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα τους. Ακριβά υφάσματα, κοσμήματα, εξωτικά φρούτα, μπαχαρικά από την άλλη άκρη του κόσμου, αλλα και πολύτιμοι λίθοι μαζι με κάθε λογής υλικό περνούσαν μέσα από την μεγάλη αγορά στο κέντρο της πόλης. Το βλέμμα της Λουσία πλανήθηκε στο απέραντο πράσινο που φαινόταν να αγκάλιαζει όλο το βασίλειο και στάθηκε στην γαλάζια λίμνη που υπήρχε λίγο πιο μακριά, που τώρα το νερό της άστραφτε στα χρώματα του ουρανού, καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω του.
Ένας θόρυβος μέσα από το δωμάτιο την έκανε να αναπηδήσει. Γύρισε να δει ποιος ήταν και αντίκρισε μία υπηρέτρια, μικρή σε ηλικία να την κοιτάζει ξαφνιασμένη στην αρχή και ύστερα απολογητικά. "

"Δεν ήξερα ότι είχατε ξυπνήσει γι' αυτό δεν χτύπησα, συγνώμη αν σας τρόμαξα." Είπε γρήγορα και νευρικα. Η Λουσία την κοίταξε με ένα μικρό χαμόγελο για να την καθησυχάσει. "Δεν πειράζει, τι ήθελες;" , τη ρώτησε ήρεμα.

"Ήρθε το φόρεμα που παραγγείλατε, σήμερα το πρωί."
Έδειξε το φόρεμα που κρατούσε και αφήνοντας το στο κρεβάτι με εντολή της Λουσία βγήκε από το δωμάτιο. Μόλις έμεινε μόνη της ξαναβγήκε στο μπαλκόνι μέχρι να έρθουν οι υπηρέτριες που την βοηθούν κάθε πρωί να ετοιμαστεί.
Όταν βγήκε από το δωμάτιο μία ώρα μετά, έστριψε από την αντίθετη κατεύθυνση της τραπεζαρίας, προχωρώντας για τους κήπους. Ήθελε να δει τα λουλούδια που είχε φυτέψει πριν από κάποιες μέρες, μιας και δεν είχε την ευκαιρία να πάει πιο πριν στον κήπο της που με τόσο κόπο έφτιαξε και την ηρεμούσε, με σκοπο να ξεκινήσει καλά η μέρα της. Στο μυαλό της ήρθαν οι πολλές συζητήσεις με τον πατέρα της, που οι περισσότερες κατέληγαν σε καυγά, επειδή δεν του άρεσε η ιδέα της κόρης του μέσα στα χώματα, αφού ''αυτές είναι δουλειές των κηπουρών'' όπως έλεγε. Ταυτόχρονα όμως, αυτή ήταν μία από τις λίγες φορές που η μητέρα της υποστήριξε κάποια ιδέα της, επειδή συμφωνούσε μαζί της, κάτι σπάνιο. Τον έπεισε λέγοντας του πως πολλές ευγενείς κυρίες ασχολούνταν με τα φυτά και είναι καλό που η κόρη τους επηρεάζεται και αποκτά τέτοιες συνήθειες. Τέλος, του έφερε κάποια παραδείγματα και αυτός, αν και με βαριά καρδιά, γεμάτη αμφιβολίες, συμφώνησε. Η Λουσία χαμογέλασε, όπως σκέφτηκε την επιρροή που είχε η μητέρα της πάνω στον πατέρα της, μελαγχόλησε όμως σαν θυμήθηκε πόσο λίγες ελευθερίες είχε.

Σε Λάθος ΚαιρούςWhere stories live. Discover now