Όγδοο Μέρος

24 7 0
                                    

Έχουν αρχίσει οι διακοπές των Χριστουγεννων. Έχουμε ηρεμήσει αρκετά. Στους γονείς μου δεν έχω αποκαλύψει ακόμη το φύλο του μωρού. Το ξέρουμε μόνο εγώ κι ο Εμίρ. Η Άντι ήρθε κι αυτή από το χωριό που εργάζεται ως δασκάλα.
Ο καιρός είναι κρύος. Άλλοτε βρέχει κι άλλοτε είναι απλά συννεφιασμενος ο ουρανός. Είναι απόγευμα. Ο μπαμπάς και η Άντι έχουν πάει super market. Η μαμά φτιάχνει μελομακάρονα και κουραμπιεδες και μυρίζει όλο το σπίτι. Πηγαίνω προς την κουζίνα.
"Μου έχουν σπάσει την μύτη." Λέω στη μαμά.
"Πάντα σου άρεσε αυτή η μυρωδιά, πόσο μάλλον τώρα με το παιδί." Είπε η μαμά χαμογελώντας.
"Ήθελα να συζητήσουμε κάτι." Είπα.
"Ό,τι θες." Είπε.
"Μαμά είμαι πολύ μπερδεμένη." Είπα.
"Τι έχεις παιδί μου;" ρώτησε
"Τώρα με το παιδί πρέπει να ωριμασω. Πρέπει να σκέφτομαι μόνο τα μαθήματα και το μωρό. Σωστά;" ρώτησα.
"Σωστά..." Ειπε και περίμενε την συνέχεια της σκέψης μου.
"Σκέφτομαι πως ο έρωτας και η έλξη για κάποιον δεν έχει θέση στη ζωή μου." Είπα.
"Όχι απαραίτητα. Όσο ο έρωτας δεν σε επηρεάζει, βεβαίως κι έχει θέση στη ζωή σου. Κι εκτός των άλλων μην ξεχνάς ότι είσαι έφηβη. Μητέρα μεν έφηβη δε." Είπε. Δεν μίλησα.
"Πες μου τώρα, ποιος είναι;" μου χαμογέλασε.
"Αυτό το παιδί που κάνουμε παρέα. Δεν ξέρω αν είναι ερωτικό αυτό που με τραβάει σε εκείνον. Όταν όμως βρίσκομαι μαζί του νιώθω ασφαλής. Μπορεί να με κάνει χαρούμενη. Αν δεν ήταν αυτός που μου μίλησε, μπορεί να είχα διακόψει την εγκυμοσύνη. Με κάνει και βλέπω τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Κι εκείνος είναι τόσο ήρεμος. Δεν χάνει ποτέ το χαμόγελό του. Φαίνεται πως έχει πονέσει πολύ στη ζωή του. Όμως προχωράει. Δεν παρεξηγει τίποτα και είναι πάντα δίπλα μου." Εξήγησα.
"Είναι πολύ ωραίο αυτό που νιώθεις." Είπε η μαμά.
"Με τον Γιώργο δεν ήταν ποτέ έτσι. Κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχα νιώσει τίποτα στο παρελθόν. Ένας συμβιβασμός ήταν μόνο που ξεκίνησε με μια κόντρα. Και ένας συμβιβασμός που τελείωσε με προδοσία." Είπα και τα μάτια μου βουρκωσαν.
"Σε πληγώνει ακόμη η σκέψη του;" ρώτησε. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
"Όχι. Με τον εαυτό μου τα βάζω περισσότερο." Είπα.

Όλο το βράδυ έβρεχε. Αργά την νύχτα επικρατούσε απόλυτη ησυχία στο σπίτι. Όλοι κοιμομασταν. Ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι. Η ώρα ήταν τρεις. Στοιχηματουσα πως δεν ήταν για καλό. Δεν νοείται μα φτάνει καλό νέο στην πόρτα μας μέσα στην καταιγίδα και τους κεραυνούς τα χαράματα. Πάω γρήγορα προς την πόρτα. Από το δωμάτιο βγαίνει και η μητέρα μου. Ανοίγει εκείνη.
Βλέπω τον Εμίρ σε άσχημη κατάσταση. Στο χέρι του είχε αίματα. Τον πλησίασα κι έπεσε αμέσως στην αγκαλιά μου. Έκλαιγε.
Πήγαμε στην κουζίνα. Η μαμά του έδεσε το χέρι.
"Τι έγινε;" ρώτησα
"Ήμουν με τους γονείς μου, το όχημα βγήκε από τον δρόμο κι έφυγε κάτω από αυτόν. Οι γονείς μου..." Είπε και προσπάθησε να κρατήσει τα δάκρυά του.
"Τι έπαθαν οι γονείς σου Εμίρ;" ρώτησα ανήσυχη.
"Έφυγαν για πάντα." Είπε.
"Καημένο μου παιδί." Είπε η μαμά και τον αγκάλιασε.
"Δεν έχεις άλλους οικείους εδώ;" ρώτησα.
"Όχι. Είναι όλοι στην Τουρκία. Εκτός από μία οικογένεια, δηλαδή ένα ζευγάρι που ήταν πολύ καλοί φίλοι με τους γονείς μου, σαν αδέρφια. Έχει κολλήσει το μυαλό μου και ούτε το επίθετό τους δεν θυμάμαι." Είπε.
"Μην ζοριζεις τον εαυτό σου. Πέρασες μεγάλη ταραχή απόψε." Είπε η μαμά.
"Χατζηελευθέρου." Είπε
"Ο εργοστασιάρχης;" ρώτησε η μαμά.
"Ναι... Παρά τις διαφορές που είχε με τον πατέρα μου, ήταν σαν αδέρφια. Από μικρό παιδάκι πάντα όταν ερχόμουν στην Ελλάδα εμένα στο σπίτι του. Δυστυχώς ο ίδιος δεν είχε παιδιά. Με αγαπάει πολύ. Κι εγώ.  Συνεχώς ζητούσα να έρθω στην Ελλάδα για να τον συναντήσω. Είτε στην Αθήνα είτε εδώ είτε σε ένα από τα νησιά που έχει σπίτια." Είπε.
"Τον ενημέρωσες;" ρώτησα.
"Ναι. Ήταν ο πρώτος. Είπε πως έρχεται για να κανονίσει όλα όσα πρέπει να γίνουν." Εξήγησε.
"Λοιπόν, θα μείνεις εδώ απόψε." Είπε η μαμά και του έδωσε μια φόρμα του μπαμπά.
"Βγάλε τα βρεγμένα ρούχα. Όταν ξημερώσει η μέρα κι έχεις κάπου να πας, θα φύγεις από δω." Είπε.
"Ευχαριστώ πολύ." Είπε ο Εμίρ και ήρθε στο δωμάτιό μου.

Το κρεβάτι μου ήταν ημιδιπλο οπότε χωρεσαμε και οι δύο.

"Λυπάμαι πολύ για τους γονείς σου." Του είπα με δάκρυα στα μάτια.
"Μην στεναχωριεσαι εσύ. Δεν κάνει." Είπε.
"Το ξερω. Αλλά ιδιαίτερα αυτή τη περίοδο έχω γίνει πολύ ευαίσθητη." Εξήγησα.
"Προσπάθησε να κοιμηθείς. Πρέπει να ξεκουραστείς." Είπε.
"Εντάξει." Είπα. Γύρισα πλευρό και ένας γλυκός ύπνος με παρέσυρε σύντομα.

__________________||____________________

Ξημέρωσε. Η Στέλλα κοιμόταν ακόμη. Ο Εμίρ σηκώθηκε. Ντύθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε να φύγει.
"Εμίρ;" άκουσε την φωνή της Άντι. Μπήκε στην κουζίνα. Του έβαλε πρωινό.
"Δεν πάει μπουκιά κάτω." Είπε ο Εμίρ.
"Τώρα τι θα κάνεις;" ρώτησε η Άντι.
"Θα πάω στην Τουρκία. Εκεί θα γίνει η κηδεία. Έχουν ενημερωθεί ήδη οι συγγενείς." Είπε.
"Η αδερφή σου;" ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.
"Είναι στην Τουρκία ήδη. Την είχε στείλει η μαμά πριν τρεις μέρες. Δεν καταλαβαίνει. Ούτε δύο χρόνων δεν είναι. Τι θα απογίνει;" Είπε θλιμμένος.
"Μην απελπίζεσαι. Κάτι θα συμβεί. Δεν θα σας αφήσει έτσι ο Θεός... ή ο Αλάχ εν πάση περιπτώσει." Είπε η Άντι.
"Άλλο με προβληματίζει εμένα τώρα." Είπε.
"Τι;" ρώτησε
"Πλέον δεν έχω κανέναν εδώ. Όλοι οι συγγενείς είναι στην Τουρκία, θα με κρατήσουν εκεί." Είπε.
"Εμίρ εκεί είναι η πατρίδα σου." Είπε η Άντι.
"Νιώθω σαν να μην ανήκω εκεί. Σίγουρα κάτι με δένει μαζί της όμως προτιμώ την Ελλάδα." Είπε ο Εμίρ.
"Κι όλη η περιουσία σου;"ρώτησε.
"Δεν με νοιαζουν αυτά." Απάντησε. "Θέλω να είμαι κοντά στην αδερφή σου." Πρόσθεσε.
"Εκείνη έχει εμάς." Είπε η Άντι.
"Την αγαπάω όμως." Είπε. Η Άντι φόρεσε ένα απαλό χαμόγελο.
"Μερικές φορές κάποια πράγματα ξεπερνούν την αγάπη." Εξήγησε. Ακούστηκε κόρνα αυτοκινήτου. Ο Εμίρ έπρεπε να φύγει.

"Σε παρακαλώ μην της πεις ότι υπάρχει πιθανότητα να μείνω εκεί." Παρακάλεσε την Άντι.
"Δεν θα το πω μα να ξέρεις πως θα περιμένει." Είπε.

Ο Εμίρ έφυγε από το σπίτι. Σε λίγο έφυγε και από την Ελλάδα, την χώρα που τόσο αγαπούσε.

Δεν ήσουν εδώ!Où les histoires vivent. Découvrez maintenant