Κεφάλαιο 2

4.5K 451 23
                                    

Η Ηρώ κατέβηκε στην κουζίνα με δύο μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της, αφού όλη την υπόλοιπη νύχτα μετά τον εφιάλτη, έμεινε ξύπνια να παρατηρεί τις σκιές του δωματίου της.

 Άνοιξε το ψυγείο και πήρε το γάλα, έβγαλε από το ντουλάπι τα δημητριακά και κάθισε να φάει το πρωινό της. Η Βέρα δεν φαινόταν πουθενά και έτσι δεν μπόρεσε να γλιτώσει από τις σκέψεις της.

Στο μυαλό της γύριζαν τα περίεργα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιου είδους πράγματα. Μήπως είχε κάτι το ποτό της που της προκάλεσε παραισθήσεις; 'Στο τέλος θα πιστέψω οτι υπάρχουν βρυκόλακες και ζουν ανάμεσά μας' Σκέφτηκε. Άλλωστε κανείς άλλος από την παρέα της δεν είχε δει τίποτα περίεργο. Όταν το συζήτησε με τη Στέλλα στο δρόμο της επιστροφής, εκείνη έσκασε στα γέλια και την κορόιδευε μέχρι να φτάσουν σπίτι. Σκιές που γίνονται άνθρωποι ή μάλλον βρυκόλακες και πίνουν αίμα ανάμεσα στον κόσμο, φάνταζε παραμύθι ακόμη και στα δικά της αυτιά.

Το απόγευμα η Ηρώ είχε μάθημα στην σχολή και μετά θα έπιανε βραδινή βάρδια στην καφετέρια που δούλευε. Η Βέρα για πρώτη φορά απ'οταν ξεκίνησε να κυκλοφορεί μόνη της έδειχνε ανήσυχη γι αυτήν και της έλεγε ξανά και ξανά να κοιτάζει να είναι πάντα ανάμεσα σε κόσμο. Η Ηρώ την καθησύχασε και έφυγε. Δεν της αποκάλυψε οτι όταν τελείωνε τη βάρδιά της και έπαιρνε το τελευταίο λεωφορείο, ήταν τις πιο πολλές φορές μόνη της με τον οδηγό. Ήξερε οτι αν το μάθαινε θα την πίεζε να αφήσει τη δουλειά της αλλά ήξερε επίσης οτι δεν είχαν το περιθώριο να χάσουν εισοδήματα.

Η Ηρώ στεκόταν όρθια στη στάση και περίμενε το λεωφορείο με τα ακουστικά της στα αυτιά, όταν αισθάνθηκε οτι κάποιος την παρακολουθούσε. Γύρισε και κοίταξε γύρω της αλλά δεν είδε κανέναν να την κοιτάει. Στη στάση καθότανε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας που σκάλιζε την τσάντα της. Ένας έφηβος με την τσάντα στην πλάτη που άκουγε μουσική από τα ακουστικά του, ακουμπώντας στο σίδερο της στάσης και μια γυναίκα που μιλούσε στο κινητό της. Τίποτα το περίεργο.

Το λεωφορείο έφτασε και εκείνη  μπήκε  και κάθισε αφού ήταν σχεδόν άδειο. Λίγο πριν φύγει από τη στάση, το λεωφορείο ξανασταμάτησε για να μπει ένας αργοπορημένος επιβάτης. Η Ηρώ που κοίταζε έξω από το τζάμι γύρισε να δει το πρόσωπο αυτού που τους καθυστερούσε. Τα μάτια της κόλλησαν στο πρόσωπο του άγνωστου άντρα. Ήταν πανέμορφος. Τα σπαστά κατάμαυρα μαλλιά του που έφταναν μέχρι τους ώμους του πλαισίωναν ένα πρόσωπο τόσο όμορφο που σου έκοβε την ανάσα. Αυτό όμως που ήταν το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό του ήταν τα κατάμαυρα σαν τη νύχτα μάτια του που για κάποιον περίεργο λόγο έμοιαζαν να ακτινοβολούν. Το σώμα του ήταν εντυπωσιακό, όπως φαινόταν με το άσπρο πουκάμισο και το τζιν παντελόνι.

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑWhere stories live. Discover now