Κεφάλαιο 7

3.7K 408 7
                                    

Η Ηρώ αισθανόταν πολύ κουρασμένη. Η ζωή της είχε καταντήσει ένα αέναο κυνήγι, μόνο που αυτή ήταν το θήραμα.  Κοίταξε με απελπισία τα μελανά σημάδια στο λαιμό της. Έβγαλε το μεικ απ της από το συρτάρι της και άρχισε να τα καλύπτει.

Αφού ετοιμάστηκε πήγε στην κουζίνα, αλλά η Βέρα ήταν άφαντη. Πως είχε επιστρέψει σπίτι το βράδυ ή πιο σωστά τα ξημερώματα; Την πήγε ο Ορφέας; Την είδε η Βέρα σε αυτή την κατάσταση;  Έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει μαζί της αλλά δυστυχώς δεν ήταν πουθενά και εκείνη σε λίγο θα έπρεπε να φύγει.

Μόλις βγήκε από το σπίτι αισθάνθηκε το γνωστό αίσθημα, που είχε συχνά μετάτα εικοστά γενέθλιά της, οτι κάποιος την παρακολουθούσε. Κοίταξε γύρω της αλλά δεν υπήρχε κανείς. Καθώς περπατούσε στον κατηφορικό δρόμο προς τη στάση ένας μελαχρινός άντρας με τζιν παντελόνι, σκούρη μπλούζα και γυαλιά ηλίου, βγήκε από ένα στενό και άρχισε να την ακολουθεί. Η καρδιά της Ηρώς άρχισε να χτυπάει γρήγορα. Ήταν μέρα και γύρω της υπήρχε κόσμος. Δε θα τολμούσε να της κάνει τίποτα. Σταμάτησε στη στάση κοιτώντας συνέχεια πίσω της και είδε τον άντρα που είχε σταματήσει λίγα μέτρα πιο μακριά και έκανε οτι μιλούσε στο κινητό του. Σίγουρα την ακολουθούσε.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και η Ηρώ μπήκε μέσα. Πριν προλάβουν να κλείσουν οι πόρτες ξαναάνοιξαν και εκείνη κράτησε την ανάσα της, γιατί φοβόταν οτι θα έμπαινε ο τύπος που την ακολουθούσε. Όμως αυτός που μπήκε ήταν ο Ορφέας. Η Ηρώ έπρεπε να παραδεχτεί οτι αισθάνθηκε ανακούφιση και χαρά που τον είδε. Την είχε ήδη σώσει δύο φορές. Δεν έπρεπε να αφήσει το όνειρό της να την επηρεάσει εναντίον του. Ο Ορφέας δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι τόσο απεχθές.

Ο Ορφέας με τα γυαλιά ηλίου να κρύβουν τα μάτια του, την πλησίασε και κάθισε στην διπλανή της θέση.

"Καλημέρα." Της είπε με τη φωνή που της άρεσε τόσο.

"Καλημέρα, πως βρέθηκες εδώ;"

"Δεν το κατάλαβες οτι πρέπει να βρίσκομαι εκεί που βρίσκεσαι και συ για να είμαι σίγουρος οτι δεν κινδυνεύεις;"

"Καλά δεν έχεις δουλειά; "

"Η δουλειά μου μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας, είναι εύκολα διαχειρίσιμη και τρέχει χωρίς εμένα."

"Αλήθεια τι δουλειά κάνεις;"

"Έχω επιχειρήσεις."

"Κατάλαβα." Ειπε εκείνη.

Είχαν φτάσει στη στάση της σχολής  και ο Ορφέας την ακολούθησε έξω από το λεωφορείο. Η Ηρώ ετοιμάστηκε να φύγει αλλά ο Ορφέας της έπιασε το χέρι.

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora