ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το σούρουπο είχε πέσει για τα καλά στην παγωμένη Αθήνα, ενώ τα ψυχρά κύματα του αέρα σου περόνιαζαν τα κόκαλα. Ο δρόμος ήταν σκεπασμένος από κιτρινισμένα φύλλα που, μαζί με τα λιγοστά που είχαν απομείνει στα κλαδιά των δέντρων, παραδομένα στις ορέξεις του αέρα, είχαν στήσει ένα τρελό χορό γύρω και επάνω από τα κεφάλια των βιαστικών περαστικών.
Το δωμάτιο της Λίζας, στην πολυκατοικία της οδού Ομήρου στο Κολωνάκι, ήταν φωτισμένο. Η Λίζα, όπως πάντα, μελετούσε τα τελευταία μαθήματα της ημέρας, πριν φύγει για το φροντιστήριο.
Όμως ο νους της ήταν αλλού, σαν κάτι να περίμενε με πολλή αγωνία. Τα λεπτά κυλούσαν και η ταραχή της συνεχώς μεγάλωνε. Κοίταξε ακόμα μια φορά το ρολόι της, απέμενε μόνο ένα τέταρτο πριν ετοιμαστεί και φύγει. Με μεγάλη νευρικότητα προσπάθησε να μαζέψει τα βιβλία της. Δεν άντεχε άλλο, περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο και ψιθύρισε. «Χτύπα καλό μου τηλεφωνάκι, χτύπα επιτέλους για να ακούσω την φωνή του. Μην με παιδεύεις άλλο».
Με σφιγμένα τα χείλη της και το βλέμμα καρφωμένο στο τηλέφωνο, άνοιξε την τελευταία σελίδα του βιβλίου της, που είχε κρύψει την φωτογραφία του αγαπημένου της Μάρκου. Την είχε καλά κρυμένη για να μη την βρουν οι γονείς της, που κατά καιρούς, όλο και έψαχναν τα πράγματά της, μήπως βρουν κανένα ραβασάκι από κάποιον φιλαράκο της. Την πήρε και την έβαλε επάνω στην καρδιά της που χτυπούσε γρήγορα, μετά την φίλησε με πάθος χαϊδεύοντάς την απαλά με τα υγρά από την αγωνία δάκτυλα της. Δεν μπορούσε άλλο να περιμένει, έπρεπε να φύγει. Φόρεσε το πέτσινο παλτό της και βγήκε από το δωμάτιό της. Το πρόσωπο της ήταν σκυθρωπό και η μητέρα της, που καιροφυλακτούσε, το παρατήρησε και με αυστηρή φωνή την ρώτησε : «Λίζα τι συμβαίνει; Δεν σε βλέπω καλά, μήπως έχεις κάτι που δεν ξέρω;»
Η Λίζα προσπάθησε να αλλάξει το ύφος της και της απάντησε: «Όχι καλέ μητέρα, πώς σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;»
«Απλά είμαι αγχωμένη με τα πολλά μαθήματα» της απάντησε και με μια γρήγορη κίνηση προσπάθησε να την αποφύγει προχωρώντας προς την πόρτα. Εκείνη όμως το κατάλαβε και της επανέλαβε: «Πρόσεξε Λίζα γιατί δεν τρώω κουτόχορτο. Ένα μόνο σου λέω, πρόσεξε» και την καθήλωσε κυριολεκτικά με την φωνή της.
Η Λίζα δεν περίμενε άλλο, έφυγε τρέχοντας. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας και σε λίγο κατηφόριζε την οδό Σκουφά. Έστριψε δεξιά στο δρομάκι που οδηγούσε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης και εκεί σταμάτησε σε μια σκοτεινή γωνιά, περιμένοντας την αγάπη της, τον Μάρκο. Κοίταξε πίσω της προσεκτικά, μήπως κάποιος την παρακολουθούσε, και αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει, συνέχισε να περιμένει. Το κρύο άρχισε να γίνεται τσουχτερό γι 'αυτό τύλιξε το κασκόλ της πιο σφιχτά στον λαιμό της και κοίταξε το ρολόι της ακόμα μια φορά. Η ώρα ήταν 19:00 ακριβώς. «Όπου να΄ναι θα έρθει η αγάπη μου» σκέφτηκε, και κοίταξε ακόμα μια φορά προς την κατεύθυνση που συνήθως ερχόταν ο Μάρκος.
YOU ARE READING
Σιδερένια Θέληση
RomanceH ιστορία ενός παράνομου και παράφορου έρωτα, του Μάρκου και της Λίζας. Μια αγάπη που δεν πρόφτασε να ανθίσει γιατί οι αυστηροί ανθρώπινοι νόμοι την καταπάτησαν. Η Λίζα, μια νεαρή κοπέλα, πλήρωσε σκληρά και βάναυσα το τίμημα να γίνει πρόωρα μάνα...