1. Γυναίκα, σκότωσα το παιδί.

205 37 1
                                    

Ακόμα θυμόταν όταν της είπε τη φράση για πρώτη φορά. Ήταν Κυριακή πρωί, ο ουρανός έξω μουντζουρωμένος. Η υγρασία τρύπωνε κάτω από τα ρούχα και σερνόταν στο δέρμα σου σαν γλοιώδης γυμνοσάλιαγκας.

«Γυναίκα, σκότωσα το παιδί». Το χαμόγελό του ήταν που την πάγωσε κι όχι η σοκαριστική φράση. Στεκόταν στην είσοδο της κουζίνας, όρθιος, με τα μέλη του άκαμπτα, ψηλός κι αδύνατος σαν νεκρό κυπαρίσσι.

«Τι είπες;» ρώτησε, σίγουρη ότι δεν είχε ακούσει καλά. Ο άντρας της συνέχισε να χαμογελάει. Κρατούσε στο χέρι του μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Τα μάτια του είχαν το γαλάζιο χρώμα που κάποτε την είχε γοητεύσει. Παρόλα αυτά, κάτι τα σκίαζε, ένα αδιόρατο πέπλο τα έκανε να δείχνουν απόκοσμα.

«Είπα» μίλησε, τονίζοντας τις συλλαβές μία – μία, «σκότωσα το παιδί».

Η Μάρθα έμεινε να τον κοιτάει παγωμένη. Κρατούσε στο χέρι της το ταψί με το αμαγείρευτο κοτόπουλο. Ξάφνου, το ωμό κρέας της φάνηκε αηδιαστικό.

Για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, τίποτε δε συνέβη. Κοιτάζονταν αντικριστά, εντελώς ακίνητοι, σαν προαιώνιοι αντίμαχοι σε παλιό γουέστερν.

«Δεν είναι αστεία αυτά, Βλάσση» ψέλλισε η Μάρθα.

Ο άντρας της, πάντως, δε γέλασε, ούτε έχασε το αλλόκοτο μειδίαμα που την έκανε να τρέμει.

Σαν λυτρωτική μουσική σταλμένη από κάποιον άγγελο, ακούστηκε μία παιδική φωνή από το πάνω πάτωμα: «Μαμά!». Ήταν ο γιος της, ο μικρός της που είχε ξυπνήσει γεμάτος όρεξη για τη νέα μέρα που ξημέρωνε.

Η Μάρθα ένιωσε ανακούφιση ανάμεικτη με θυμό. «Μην ξανακάνεις τέτοιο αστείο. Μ' ακούς; Ποτέ ξανά».

Έβαλε το φαγητό στον φούρνο και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. Αναγκάστηκε να τον προσπεράσει. Ο άντρας της την παρακολουθούσε να απομακρύνεται με πετρωμένη έκφραση. Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, άκουσε την εξώπορτα πίσω της να κλείνει. Ο Βλάσσης είχε βγει για να πετάξει τα σκουπίδια.

Κι όμως, οι κάδοι απορριμάτων στα μπάνια ήταν γεμάτοι.

Ποτέ της δεν έμαθε τι περιείχε εκείνη η σκουπιδοσακούλα.

Το Τελευταίο ΑβγόWhere stories live. Discover now