Ο καιρός εκείνο το πρωινό της Παρασκευής του Σεπτέμβρη προμηνυόταν άσχημος. Πυκνά μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει τον γαλανό ουρανό και πλέον καμία αχτίδα ήλιου δεν φώτιζε την Νέα Υόρκη. Η Έλενα καθισμένη στην τραπεζαρία απέναντι από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας, παρακολουθούσε σαν μαγεμένη τις κινήσεις των σύννεφων. Είχε αποφασίσει τούτη την ημέρα να κλειστεί στο διαμέρισμά της και να οργανώσει την ζωή της από δω και πέρα. Το κρύο αεράκι που τρύπωσε μέσα από το άνοιγμα της ανάκλησης και χάιδεψε το πρόσωπό της, την έκανε να κλείσει τα μάτια.
Τα τελευταία χρόνια ήταν πολλές φορές που θαύμαζε την δημιουργία. Αφουγκραζόταν το κελάηδισμα των πουλιών, τις κινήσεις των σύννεφων και μερικές φορές και την ανατολή του ηλίου. Ήταν εκείνες οι μέρες που οι θύμησες την κρατούσαν άυπνη, σκεπτόμενη το παρελθόν. Το παρελθόν.... Πόσο πολύ θα ήθελε να το αναιρέσει! Να ξυπνούσε μια μέρα δίχως μνήμη, δίχως την εικόνα εκείνου στο μυαλό.
Αναστέναξε και ήπιε μια γουλιά από το καφέ της. Το βλέμμα της έπεσε στους δείχτες του ρολογιού και πρόσεξε πως η ώρα είχε περάσει αρκετά. Η διάθεση της είχε αλλάξει μετά από αυτήν προσωπική στιγμή και τα σχέδια της άλλαξαν. Σηκώθηκε αποφασιστικά και αφού έχυσε τον υπόλοιπο καφέ στον νεροχύτη, κατευθύνθηκε προς την βαλίτσα της.
Είχαν περάσει τρεις μέρες από την επιστροφή και ακόμη δεν είχε τολμήσει να μπει μες την κρεβατοκάμαρά της. Ήταν πολύ δειλή για να φωτίσει εκείνον τον χώρο και να θυμηθεί. Προς το παρόν, η βαλίτσα της ήταν το κάτι βολικό. Βρισκόταν στο γραφείο της και μαζί υπήρχε και ένα φουσκωτό στρώμα που της είχε φέρει η Έιμι. Ίσως να μην έμπαινε ποτέ ξανά στην κρεβατοκάμαρα, δεν θα άντεχε τον κατακλυσμό των αναμνήσεων.
Ντύθηκε γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία, και χτενίζοντας ελάχιστα τα μαλλιά της, πήρε ό, τι χρειαζόταν και έφυγε. Ο προορισμός της, το σπίτι της αδελφής της. Της Μέρεντιθ.
Την αγαπούσε πολύ την αδελφή της και αυτή η αγάπη μεγάλωσε όταν ο θάνατος του πατέρα τους, έπληξε το σπιτικό τους. Η Μέρεντιθ ως μεγαλύτερη έγινε ο προστάτης της μικρής Έλενας και πολλές φορές στάθηκε σαν φύλακας άγγελος. Ο χαμός του πατέρα τους χαράχτηκε μέσα στην παιδική της καρδούλα και καθόρισε όλη την εφηβική της ζωή. Έπειτα, όμως, η καθημερινή παρουσία του νέου συντρόφου της μητέρας της, του Μπιλ, μπόρεσε μέχρι κάποιο βαθμό να απαλύνει την πληγή της. Ίσως να έφταιξε και το γεγονός πως ο Μπιλ ήταν ο καλύτερος φίλος του πατέρα της και τον ήξερε πολύ καλύτερα από την ίδια.
BINABASA MO ANG
Ο έρωτας νικά τα πάντα
RomanceΈξι χρόνια πριν οι ζωές τους καταρρέουν... Ο θάνατος, σύμφωνα μ'αυτόν, γίνεται η αιτία του χωρισμού τους. Η δειλία, σύμφωνα μ'αυτήν, προκάλεσε τον χαμό δύο σημαντικών της προσώπων. Η μοίρα παίζοντας βρώμικα παιχνίδια, τους ενώνει ξανά. Ένα θαμμένο μ...