Κεφάλαιο 14

3.3K 389 5
                                    

Ήταν αργά τη νύχτα όταν ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα. Οι αστραπές έκαναν τη νύχτα μέρα και οι βροντές έσειαν το έδαφος. Η Ηρώ ξύπνησε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατέβηκε στην κουζίνα για να πιει λίγο νερό όταν στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του σαλονιού είδε μια σκιά να κινείται γρήγορα από τη μια άκρη του μπαλκονιού στην άλλη. Έσβησε βιαστικά το φως και ξεκίνησε για το δωμάτιο του Ορφέα αλλά πριν προλάβει να κάνει δύο βήματα κάποιος με το ένα του χέρι  την τράβηξε σε μια σκοτεινή γωνιά ενώ ταυτόχρονα με το άλλο χέρι της έκλεισε το στόμα για να μην φωνάξει.

Η καρδιά της Ηρώς κόντευε να σπάσει από την αγωνία μέχρι  ο άντρας που τη φυλάκισε να την γυρίσει σιγά σιγά προς το μέρος του και στο φως των αστραπών να δει το πρόσωπο του Ορφέα. Εκείνος πήρε το χέρι του από το στόμα της και έβαλε το δάχτυλό του μπροστά από τα χείλη του για να της δείξει οτι θα έπρεπε να κάνει απόλυτη ησυχία. Η Ηρώ γνώριζε ήδη πόσο καλή ακοή είχαν οι βρυκόλακες και έτσι κατάλαβε οτι αυτοί ήταν οι σκιές που περιτριγύριζαν το σπίτι. Το χέρι του Ορφέα έψαξε το δικό της και αφού έδεσε τα δάχτυλά του με τα δικά της άρχισε να περπατάει αθόρυβα προς την πίσω πόρτα του σπιτιού. Αφού αφουγκράστηκε για λίγη ώρα και βεβαιώθηκε οτι κανείς δεν βρισκόταν απ'έξω, άνοιξε την πόρτα και αφού την σήκωσε στην αγκαλιά του και καλύφθηκαν με την σκιά άρχισε να τρέχει σαν η Ηρώ να μην είχε βάρος.

Της Ηρώς της φάνηκε οτι ο Ορφέας δεν είχε κάνει παρά μια μικρή απόσταση όταν κλυδωνίστηκε και κατέληξαν να βρεθούν να κυλιούνται στο βρεγμένο έδαφος. Η Ηρώ κοίταξε γύρω της. Όχι μόνο είχαν απομακρυνθεί από το σπίτι αλλά φαινόταν να βρίσκονται στο βουνό ανάμεσα στα μεγάλα πεύκα που χόρευαν άγρια στο ρυθμό του δυνατού αέρα. Η βροχή μαστίγωνε με δύναμη το πρόσωπο  της την ώρα που η Ηρώ προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Ορφέας είχε γυμνώσει τους κυνόδοντές του και κοίταζε γύρω του, προφανώς περιμένοντας κάποιον να του επιτεθεί.

Η Ηρώ ήταν έτοιμη να τον πλησιάσει όταν εκείνος της φώναξε δυνατά για να ακουστεί πάνω από τον αέρα και τις βροντές: "Πήγαινε και κρύψου όσο μπορείς καλύτερα. Είναι εδώ αλλά θα τους καθυστερήσω, όσο μπορώ περισσότερο."

Η Ηρώ δεν μπορούσε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να κρυφτεί από πλάσματα  σαν τους βρυκόλακες αλλά κοίταξε γύρω της και όταν είδε την κουφάλα ενός δέντρου χώθηκε μέσα. Από εκεί τουλάχιστον θα μπορούσε να βλέπει τον Ορφέα.

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑOnde histórias criam vida. Descubra agora