Ήντονε νωρίς το πρωί, οντό μπήκα στο αγροτικό να πάω στο χωράφι. Ήπρεπε να ανεμαζόξωμε τσι λινάτσες απού επαρετήξαμε οπέρυσης και να ξεριζώσομε τα παντέρμα τα τσαγκόχορτα. Στον δρόμο για τον αναδασμό τυμπακίου, εμπάντηξα το καούνη το Χαλαπομήτσο. Ο μήτσος Χαλαμπαδινάκης, ήταν γνωστό κακοποιό στοιχείο στσί αρχές, αλλά και στον κόσμο. Έκανε κλοπές, έπαιζε μπαλωθιές αργά το βράδυ, και ελήστευε ελαιουργεία στον ελέυθερο χρόνο του, αλλά ποτέ κιανείς δεν τονέ κατηγόρησε για κανένα απο εκιανέ τα εγκλήματα. Ούλοι τον εφοβούνταν. Ώς γνωστόν, τονέ χαιρέτηξα και ανταπορίθηκε ντελόγο. Κάτα βάθος ήθελα να πιάσω το σκεπέτι, και να του ανοίξω την κεφαλή οσάν το πεπόνι. Εκράτηξα το θυμό μέσα μου, και απλά συνέχισα προς το χωράφι. επήγα και ντάκαρα να σκάβω, να σκάβω , να σκάβω. Εσκεφτόμουνε το Χαλαπομήτσο και οσο πιό πολύ τονέ βάσταγα στη θύμηση μου , τόσο πιό δυνατές σκαπεθιές ήπεζα. Με τα πολλά , ετελειώσαμε τη δουλειά κατα τσί τέσσερεις το απόγευμα. Γύρισα σπίτι , ήβαλα Κουνάλη, και εκανά μπάνιο καθώς ετραγούδαγα το νάμπερ ουάν χίτ τση Κρήτης, Χρυσό φτερό. Ήκαμα ένα Ελληνικό καφε, και ήκατσα και τονέ ήπια στη βεράντα. Ήκοψα ένα τσικάλι μούσμουλα, και τα ήφαγα. Όντο εσκοτείνιασε, εβρήκα ευκαιρία να εκμεταλευτώ το αυγουστιάτιο βράδυ, όπως κάθε βράδυ, κάθε εποχή, και επήγα στο καφενέιο να παίξω δηλωτή. Επαρήγκειλα του καφετζή ενα καραφάκι ρακή, και επαίζαμε με την παρέα χαρτιά. Εκεί που βγάνω τον καπνό να στρίψω ένα τσιγάρο, μπαίνει ο Χαλαπομήτσος. τον θωρώ, με θωρεί, και κάθετε στην παρέα, ξεχνώντας οτι δέκα μήνες πρίν , με απειλούσε οτι θα μου κλείσει την γεώτρηση αν δέν τον κάνω μέτοχο. Πήρε το καραφάκι, και το κατέβασε κούπα. εκιέ εσοδιαολίστηκα και ήπιασα το τραπέζι και με τη μιά χέρα το σήκωνα να του το πετάξω και με την άλλη το βάσταγα για να μήν του το πετάξω και ανάψουν τα αίματα. Τελικά ηρέμησα.
YOU ARE READING
το σκαπέτι.
Teen Fictionμία σειρα απο εγκλήματα, που σταματάνε με ένα σχέδιο "ΒΟΜΒΑ"