Κεφάλαιο 33

2.7K 325 6
                                    


Η Ηρώ άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στη σάλα χορού του παλατιού. Όλα γύρω της ήταν στολισμένα με ανθισμένα λουλούδια και τα περισσότερα από αυτά ήταν λευκοί κρίνοι. Κόσμος χόρευε γύρω της, όμως κανείς δεν την έβλεπε.

'Όχι πάλι!' σκέφτηκε. 'Πάλι είμαι σε όνειρο.' Ήξερε οτι τα όνειρά της συνήθως δεν ήταν ευχάριστα και κατέληγαν εφιάλτες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό.  Κοίταξε γύρω της. Είδε σε μια άκρη τον πατέρα της και δίπλα του ολοζώντανη και όμορφη, την μητέρα της. Το κατακόκκινο φόρεμα που φορούσε  την έκανε να λάμπει. Αισθάνθηκε συγκίνηση να την πνίγει, ενώ  τα μάτια της, δεν χόρταιναν να κοιτούν το γελαστό πρόσωπό της και την ευτυχία που εξέπεμπαν οι δυο τους, με τον πατέρα της. Προσπάθησε να τους πλησιάσει αλλά πριν προλάβει, ο πατέρας της πήρε την μητέρα της και άρχισαν να χορεύουν.

'Τι όμορφο ζευγάρι. Πόσο άδικο ήταν που δεν πρόλαβαν να χαρούν την αγάπη τους, που θα μπορούσε να κρατήσει μια αιωνιότητα.' Σκέφτηκε ενώ οι δυο τους χόρευαν και γελούσαν κλεισμένοι σε ένα δικό τους σύμπαν, αγνοώντας τους πάντες γύρω τους.

Ξαφνικά η Ηρώ αισθάνθηκε ένα έντονο βλέμμα που την διαπερνούσε και έφτανε στους γονείς της. Ανήκε στο Νίκολας. Καθισμένος σε μια καρέκλα δίπλα στον βασιλιά,  μιλούσε μαζί του, ενώ κοίταζε τους γονείς της. Το ίδιο όμως έκανε και ο βασιλιάς. Τα μάτια του γυάλιζαν  περίεργα, πράγμα που την έκανε να παγώσει από φόβο. Αυτό το βλέμμα δεν προμήνυε τίποτα καλό.

Η Ηρώ προσπάθησε απεγνωσμένα να τους πλησιάσει εγκαίρως για να ακούσει τι έλεγαν κοιτάζοντας τους γονείς της, αλλά  δυό χέρια την έσφιξαν κρατώντας την ακίνητη: " Ηρώ! Ηρώ! Ξύπνα."

Άνοιξε τα μάτια της. "Ορφέα! Αχ! Γιατί με ξύπνησες; Έπρεπε να τους πλησιάσω για να μάθω τι είπαν."

"Ποιοι;" Ο Ορφέας την κοίταξε με απορία.

" Ο βασιλιάς και ο Νίκολας." Η Ηρώ του εξήγησε το όνειρο που είδε.

"Που να ξέρω οτι έβλεπες άλλο ένα από τα όνειρά σου. Εγώ σε ξύπνησα, επειδή χτυπιόσουν και στριφογύριζες σαν να πάλευες."

"Άλλη φορά μην με ξυπνήσεις. Άσε να τελειώσει το όνειρο."

 Ο Ορφέας την αγκάλιασε τρυφερά: "Καλά άλλη φορά όσο και να βασανίζεσαι δεν θα σε σώσω."


Το πρωί η Στέλλα σηκώθηκε ορεξάτη, σε αντίθεση με την Ηρώ που ήταν κακοδιάθετη λόγω του ονείρου της. Στο τραπέζι του πρωινού, σκεφτόταν αν θα έπρεπε να ρωτήσει τον πατέρα της αν είχε πάει μαζί με την μητέρα της σε αυτή τη δεξίωση του βασιλιά που είδε στον ύπνο της.

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora