Κεφάλαιο 20

121 20 0
                                    

Χτύπησε η πόρτα του δωματίου μου και άνοιξε ο Αλεξ. Η Ιωάννα με σκούντησε και μου έκανε νόημα “κατά φωνή, χίλια χρόνια θα ζήσει.”

- μπα; Μάθαμε να χτυπάμε;

- μη το συνηθίσεις.

- τι θες;

- μπορώ να σου πω λίγο;

- όχι φύγε.

- καλάααα…

Είπε και έκλεισε τη πόρτα. Η Ιωάννα με κοίταξε με αγανάκτηση.

- Χίλιες να είναι οι ώρες του.

Απάντησα στο νόημα που μου έκανε πριν.

- μα δίκιο είχε το παιδί. Είσαι πάρα πολύ απότομη μαζί του.

- ναι καλά. Μια χαρά είμαι μαζί του. Και πάρα πολύ καλά του φαίρωμαι.

- με δουλεύεις; Πριν έλεγες ότι δεν ήθελες να πιστεύει ότι είσαι απότομη μαζί του.

- χέστηκα. Δε με νοιάζει τι έλεγα πριν. Να πάει να γαμηθεί μπορεί; Ένας μαλάκας είναι.

- δε σε αντέχω άλλο. Αποφάσισε τι θες. Να είναι με τις γκόμενες η να ασχολείται μαζί σου;

- δε ξέρω ρε γαμώτο… από τη μία μου αρέσει αλλά από την άλλη είναι τόσο μαλάκας που θέλω να του σπάσω τα μούτρα! Βασικά όχι. Πιο πολύ να του σπάσω τα μούτρα θέλω.

- δε το θες μόνο. Το έχεις κάνει κιόλας. Τι κατάσταση είναι αυτή;

- να μάθει να μη κάνει μαλακίες να μην τρώει ξύλο. Δε μπορούμε να τα έχουμε όλα σε αυτή τη ζωή.

- να σου πω. Από τότε που σου έμαθε η άλλη καράτε δεν έχεις σταματήσει να τον χτυπάς. Από τότε που γνωριστήκατε αυτή η ιστορία.

- μποξ μου έμαθε. Και δε τον χτυπάω συνέχεια. Μόνο κάθε φορά που μου σπάει τα νεύρα.

- αυτός ότι και να κάνει τα νεύρα σου σπάει

- ακριβώς! Γι αυτό τρώει τόσο ξύλο.

- αμάν ρε Δανάη!

- Ιωάννα δε τον αντέχω άλλο! Μου σπάει τα νεύρα!

Καθόμασταν και συζητούσαμε μέχρι να φύγει η Ιωάννα. Μόλις έφυγε πήγα στο σαλόνι και βρήκα τον Αλεξ με το Νίκο. Πήγα και έκατσα φυσικά δίπλα στο Νίκο και τους παρακολουθούσα. Μετά από ώρες ο Αλεξ έφυγε και έμεινα με το Νίκο και αρχίσαμε να παίζουμε πάλι. Όταν τελειώσαμε το παιχνίδι ανέβηκα στο δωμάτιό μου και έστειλα μήνυμα στον Αλεξ. “τι ήθελες να μου πεις σήμερα;”, “τίποτα αγάπη μου. Μόνο ότι δε θα μπορέσω να έρθω από το σπίτι σου ούτε απόψε… έχω μια δουλειά” απάντησε. Πλάκα κάνει; “είσαι χαζό; Ποιο σπίτι μου; Σπίτι μου ήσουν”, “Α! Δανάη σόρι. Νόμιζα ότι ήσουν η Ζωή. Τίποτα σπουδαίο δεν ήθελα…” κάτσε. Πήγαινε στη Ζωή; Άρα δεν έχει πάει στο σπίτι της ξανά αυτές τις μέρες! Άρχισα να χοροπηδάω σα καθυστερημένο. Αφού τελείωσε το πάρτι απάντησα. “Αλήθεια πες μου, τι ήθελες; Αντέδρασα υπερβολικά πριν…”, “εντάξει δεν είναι κάτι σπουδαίο. Να σε ρωτήσω αν ήθελες να σε πεταγόμουν κάπου”, “να με πεταγόσουν κάπου;”, “ναι. Ξέρεις… με τη μηχανή.”, “α! Δε ξέρω”, “θες να έρθω να σε πάρω;”, “δε ξέρω…” απάντησα. Το είδε αλλά δε μου απάντησε. Λίγο αργότερα μου έστειλε “κατέβα είμαι από κάτω” καλά μιλάει σοβαρά; Έιμαι απέσια ντυμένη! Πήγα και του άνοιξα. Πράγματι ήταν έξω από τη πόρτα με τη μηχανή και περίμενε.

Αγάπησα Έναν ΑλήτηМесто, где живут истории. Откройте их для себя