Κεφάλαιο II

3.6K 225 12
                                    

Το πρωί της Τετάρτης την βρήκε με μια διάθεση απαισιοδοξίας και απόλυτης βαρεμάρας . Ένιωθε ανίκανη μέχρι και για να σηκωθεί από το κρεβάτι . Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να μετρήσει τις φορές που είχε αναβάλει το να σηκωθεί όρθια , κι έτσι βρέθηκε  να τρέχει πανικόβλητη μέσα στο μικρό διαμέρισμα για να βρει τα ρούχα της .
Τις προηγούμενες δυο μέρες τις είχε περάσει κλεισμένη μέσα , ξαπλωμένη στο κρεβάτι της , δίχως καμία όρεξη για να τακτοποιήσει τα πράγματα της . Και τώρα μετανιωνε αποστευτα πολύ για τηβ αναβλητικότητα της . Δεν μπορούσε να βρει τα αγαπημένα της παπούτσια πουθενά, ούτε είχε τον χρόνο να πάρει καφέ από το μαγαζί δίπλα από το σπίτι της ,αν φυσικά δεν ήθελε να χάσει το πρώτο της μάθημα .
Πριν βγει από το σπίτι έριξε μια μάτια στο καθρέφτη δίπλα από την εξώπορτα . Το πρόσωπο της χλωμό όπως πάντα σε τέλεια αντίθεση με τα μάτια της . Έμοιαζε με βρυκόλακας .
Η μέρα ήταν βροχερή όπως όλες πι προηγούμενες . Η μυρωδιά της υγρασίας την χαροποιούσε , τη έκανε να νιώθει λίγο πιο ξύπνια ακόμα και δίχως τηβ παρουσία της καφεΐνης . Οι δρόμοι ήταν ως συνήθως γεμάτοι με αμάξια , οι Λονδρέζοι ήθελαν ανέκαθεν να βρίσκονται στην ώρα τους και η βροχή δεν του εμπόδιζε . Όσοι δεν είχαν αμάξια στην κατοχή τους περπατούσαν στον δρόμο προσηλωμένοι στις σκέψεις τους . Έριχναν βιαστικές ματιές στα ρολόγια τους .
Εντόπισε αμέσως την διαφορά με την χώρα που έμενε τα τελευταία χρόνια . Στην Ιταλία οι ρυθμοί της ζωής ήταν πιο χαλαροί , οι άνθρωποι πιο ευθημοι , οι δεσμοί πιο στενοί . Ταξίδεψε στιγμιαία στην φλωρεντια , εκεί που ο φούρναρης και κάθε κάτοικος την χαιρετούσαν με χαρά ακόμα κι αν δεν την γνώριζαν . Εδώ πέρα πνίγονταν μέσα στη λαοθάλασσα . Δεν μπροουσε να αναγνωρίσει κανέναν , κι να το έκανε το πιθανότερο θα ήταν πως δεν θα προλάβαινε να τον προφτάσει .
Η σχολή της ιταλικής φιλολογίας στο κέντρο του Λονδίνου , στεγάζονταν σε ένα παλιό αλλά καλά διατηρημένο κτήριο. Διάφοροι μαθητές μπαινόβγαιναν στη είσοδο .
Μια θεϊκή δύναμη την κρατούσε καθηλωμένη στη θέση της . Μπροστά από τη είσοδο να διστάζει να μπει μέσα . Από το πρωί είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα και φοβόταν πως αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιούνταν .
Οι ιδρωμένες παλάμες της είχαν κολλήσει πάνω στο τζιν της . Πήρε μια βαθειά ανάσα πριν μπει μέσα με αργά  βήματα .
Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι κόσμο . Η αγοραφοβία της της έστελνε καμπανάκια  κινδύνου , δεν περίμενε να είναι τόσος πολύς κόσμος . Έπρεπε να παραδεχθεί πως το κτήριο είναι ακόμα πιο όμορφο από μέσα . Χάζευε τους στολισμένους  τοίχους ,και είχε χάσει τελείως την αίσθηση του χώρου γύρω της μέχρι που το σώμα της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό και έπεσε στο κρύο πάτωμα .
Μια άναρθρη κραυγή πόνου βγήκε από τα χείλη της , ένα ένα κόκκινο χρωμα φώτισε τα χλωμά της μαγουλα . Αμέσως το βλέμμα της υψώθηκε για αντικρυσει το ξένο σώμα στο οποίο είχε προσκρούσει .
Ένας ψηλός άντρας με χάλκινα μαλλιά ,μπλε μάτια και φακίδες στέκονταν μπροστά της χαμογελαστός . Η παλάμη του είχα απλωθεί για να της προσφέρει βοήθεια , μια βοήθεια που η Αριάδνη δέχθηκε αμέσως .
Τίναξε την σκόνη που είχε συσσωρευτεί πάνω της και έπειτα με ένα αστραφτερό χαμόγελο ,με τηβ ντροπή να την έχει κατακλύσει έστρεψε την προσοχή της στον άγνωστο άνδρα.
«Θεέ μου ...ήμουν ..τόσο απρόσεκτη . Με συγχωρείς , ζούσα πραγματικά σε άλλο κόσμο.» Φλυαρουσε ,όπως έκανε κάθε φορά που ένιωθε πιεσμένη . Το μυαλό της την προειδοποιούσε να σταματήσει ,Μα το στομα της αγνοούσε κάθε διαταγή .
«Ει..ει Ηρεμισε . Σταματα να απολογείσαι . Εξάλλου δεν έριξες εμένα κάτω .»
«Πρώτη μέρα και ήδη τα κάνω όλα θάλασσα.»μουρμούρισε πιο πολύ στον εαυτό της .
«Είσαι καινούργια εδώ .» Δεν την ρωτούσε , ο τόνος του μαρτυρούσε περισσότερο επιβεβαίωση .
«Ναι ..»
«Μίκαελ.... Μίκαελ Χικοξ». Της ξανά έτεινε το χέρι του αυτή τη φορά για να την προσκαλέσει σε μια θερμή χειραψία . Η Αριάδνη παρατήρησε πως το χέρι του εξέπεμπε μια περίεργη θαλπωρή , το ίδιο που ένιωθε πως εξέπεμπε και ολόκληρος. Έκλεισε με ευχαρίστηση την μικροσκοπική παλάμης της μέσα στην δίκη του χαμογελώντας του γλυκά . Κάθε ίχνος ντροπής είχε εξαφανιστεί .
«Αριάδνη ... Αριάδνη Γουαιτ . Χαίρομαι που σε γνωρίζω Μίκαελ .»
«Η χαρά είναι όλη δίκη μου όμορφη Βεατρίκη .» Ο τρόπος που την αποκάλεσε καθώς και η μικρή του υπόκλιση την έκαναν να γελάσει δυνατά .
«Νόμιζα πως θα ήμουν η μόνη θαυμάστρια του Δάντη σε αυτή τη μουντή πόλη .» . Του είπε εύθυμα συμπληρωνότας το απαγορευμένο όνομα νοητά στο μυαλό της .
«Τώρα με προσβάλετε seniora. Θα συμφωνήσω πως οι Λονδρέζοι είναι απίστευτα ...βαρετοί , δεν ισχύει όμως και για εμάς απ ότι άλλες πόλεις . Προς πληροφόρηση σου μάλιστα κάνω το μεταπρτυχιακο μου πάνω στο έργο του Δάντη.»
«Κι εσυ ; Φαίνεται λοιπόν πως θα με ανεχθείς για την υπόλοιπη χρονιά .»
«Αν είναι να σου μιλώ κάθε μέρα τότε με μεγάλη μου χαρά . Θα κάνω τα πάντα για να περάσεις καλά αυτή τη χρόνια . Όσο γίνεται δηλαδή .»
«Τι εννοείς ;» Τα φρύδια της είχαν ανυψωθεί σε ένδειξη απορριας .
«Ο καθηγητής ..δεν είναι ευκολία άνθρωπος . Δεν θα σου πω περισσότερα .. θα σε συνοδέψω όμως ως στο αμφιθέατρο . Λίγο ακόμα και θα έχουμε αργήσει .»
Όπως αποδείχθηκε στην ολιγόλεπτη ομιλία τους ο Μίκαελ θα μπρουσε να γίνει ο πρώτος της φίλος στο καινούργιο της περιβάλλον . Είχε απόλυτη ανάγκη έναν φίλο . Στη φλωρεντια δνε είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανέναν από τους συμφοιτητές της . Είχε κλείστε στον εαυτό της φοβουμενη πως θα πληρωνόταν ξανά . Όμως ο Μίκαελ δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος .
Καταγόταν από το Λίβερπουλ , και είχε κερδίσει υποτροφία για την σχολή . Ήταν ευγενικός , πρόσχαρος και τηβ έκανε να νιώθει άνετα μέσα στον τόσο κόσμο .
Η αίθουσα του αμφιθεάτρου ηταβ πελώρια , και κατάμεστη με φοιτητές που ασκούσαν τις μεταπτυχιακές τους προσπάθειες . . Κάθισαν μαζί σε μια από τις πίσω σειρές , μέσα ΠΑΟ επιμονή του Μίκαελ πως έτσι θα ήταν καλύτερα τα πράγματα .
Βαβούρα από τις τόσες συνομιλίες είχε πλημμυρίσει τον χώρο .
«Πάντα τόσο κόσμο θα έχει ;» Η των της έβγαινε υπερβολικά αγωνιώδης , η κρίση πανικού ηταβ πολύ κοντά το ένιωθε .
«Όχι ... όχι τόσο πολύ . Εκτός από εμάς τους δυο μόνο άλλοι τρεις θα παρακολουθούν το μάθημα του καθηγητή . Απλώς είναι πρώτη μέρα ...δεν τα πας καλά με το πολύ κόσμο έτσι δεν είναι ;»
Η Αριάδνη πήρε μια βαθειά ανάσα .
«Όχι ..όχι και τόσο . Σκέφτομαι πως εάν κάνω κάτι κακό όλοι θα με σχολιάζουν .»
«Μην φοβάσαι θα σε προστατεύω εγώ Mia Bella Beatrice»
«Σε ευχαριστώ» ψέλλισε καθώς ο κορμός του σώματος τ της είχε λυγίσει πάνω από το παλιό της σακίδιο για να βγάλει το τετράδιο της . Η βαβούρα σταμάτησε απότομα τραβώντας την προσοχή της . Ασυναίσθητα σηκώθηκε όρθια κοιτάζοντας γύρω της . Τα βλέμματα όλων που μέχρι εκείνη ήδη στιγμή είχαν στραφεί στην πόρτα τώρα είχαν γυρίσει προς το μέρος της κοιτάζοντας την επίμονα , ένιωσε τα μαγουλα της να φλογίζονται επικίνδυνα , τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα . ΕναΣ ξηρός βήχας την έκανε να στρέψει την προσοχή της προς την είσοδο της αίθουσας .
Η αντρικη φιγούρα με τα μαύρα γυαλιά , το ελαφρώς μελαμψό δέρμα , και τα ελκυστικά μάτια , έκανε τα μοβ της μάτια να διεσταλθουν , το αίμα της να παγώσει μέσα στις φλέβες της . Η καρδιά της χτυπουσε ακόμα, ίσως το μόνο σημάδι που έδειχνε πως ήταν ζωντανή .
Το χέρι του Μίκαελ έπιασε το δικό της , βάζοντας την να καθίσει δίπλα του με ένα ανήσυχο ύφος στο βλέμμα του .
«Είσαι καλά Bella ?"
Η Αριάδνη έμεινε στήλη αλλατος να κοιτάζει ευθεία στον μεγάλο μαυροπίνακα δίχως να βγάζει αχνα .
Η αντρική φιγούρα μπήκε κανονικά πλέον στην αίθουσα έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο διακριτικά πάνω της .
«Καλημέρα σας .. να σας συστηθώ .. το όνομα μου είναι Αλεξ Μπλάκερρυ , και όσοι θα μελετήσουν τον Δάντη φέτος θα με έχουν καθηγητή τους .»
Ένιωσα πως έσπαγε σε χίλια κομμάτια καθώς κάθε της ελπίδα να μην είναι αυτός είχε πλέον εξανεμιστεί στο υγρό αέρα ...

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ