~ Μια βόλτα στην πόλη του Φωτός ~
Δεν μπορούσε να με πάρει ο ύπνος. Οι συχνοί εφιάλτες του παρελθόν όπως και οι τύψεις μου με βασάνιζαν... Σηκώθηκα και ξεκλείδωσα την πόρτα.
+Θα πάω στην πόλη. Κάπως θα περάσει η ώρα...
Βγήκα από το δωμάτιο απέξω ήταν η κ. Μαγκλ.
-Τι έγινε νεαρέ μου ,χρειάζεσαι τίποτα?
-Όχι μην ανησυχείτε θα πάω μια βόλτα. Έχω αϋπνίες.
-Α εντάξει θα ενημερώσω τον πρίγκιπα και να μην σε ψάχνει.
+Πρίγκιπα? Μα αφού πρίν το είπε βασιλιά? Περίεργο?
Βγήκα από το παλάτι με άδεια και κατευθυνθήκα στην πόλη? Θα έπρεπε αν την ονομάσουν "Πόλη του φωτός" γιατί υπήρχε παντού φως.
+Υπέροχο μέρος!
Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Όλα ήταν φωτισμένα. Ο Ντικίλ ως βασιλιάς έκανε καλή δουλειά παρόλο που θεωρούσε τον εαυτό του άχρηστο. Κάνεις δεν ξέρει βέβαια γιατί συμπαθεί τόσο πολύ το φώς...
+Αν ποτέ πάρω πίσω το παλάτι μου θα κάνω όλους τους δρόμους έτσι. Προχώρισα προς το λυμανάκι και τους μόλους που είχαν δέσει τα πλοία τους. Ανά ένα μέτρο υπήρχε κι μια δάδα! Κοιτούσα την θάλασσα έτσι πανέμορφη με τον φωτισμό να αστράφτει πάνω της.
-Μα ποιός διατηρεί της δάδες αναμένες? Είπα δυνατά καταλάθος.
-Εγώ! Κοίταξα να τον δω. Ήταν ένας γέροντας με κάτασπρα μαλλιά ,που κρατούσες πολλές από αυτές. Δεν είναι υπέροχη η πόλη? Με ρώτησε.
-Ναι φανταστική.
-Δεν είσαι από εδώ. Ενωώ ούτε από δίπλα έτσι?
-Ναι!
-Βλέπω σε εντυπωσιάζει το λιμανάκι μας, ε ?
-Λιμανάκι? Μα εδώ είναι ολόκληρος κόλπος!
-Ήταν κάποτε αλλά με τον διάδοχο άλλαξαν όλα... Έλα μαζί μου μόλις τελείωσα την δουλειά μου. Σε βλέπω άυπνος και... Πιστεύω θες λίγη παρέα. Συμπλήρωσε.
-Πουλιά στον αέρα πιάνεται!
-Έτσι είναι όλοι οι θαλασσινοί. Ή που θα σαλέψουμε από την θάλασσα ή που θα γίνουμε πολύ σοφοί.
-Σαλε... τι?
-Σαλέψουμε! Σαλτάρουμε! Τρελαθούμε με λίγα λόγια.
-Ααα ,είπα καθώς με συνόδευε. Περπατησαμε για αρκετές ώρες στην πόλη. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα δρομάκι. Με οδήγησε έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Έβλεπα φως μέσα και άκουγα κουβέντες. Ήμουν λίγο διστακτικός οπότε μου είπε:
-Μην ανησυχείς δεν τρώμε ανθρώπους. Ο γιός μου είναι από ότι κατάλαβα. Αχ ναι το παλικάρι μου. Γύρισε επιτέλους!
Είπε ακόμη άνοιξε την πόρτα.
+Από πού?
Μόλις ανοίξαμε τα γέλια και οι φωνές κόπηκαν. Ήταν πράγματι ένας νεαρός μέσα που καθόταν δίπλα σε μια κοπέλα. Ακουμπούσε το χέρι του στον ώμο της ενώ μας κοιτούσαν. Μια μεγαλύτερή σε ηλικία κυρία καθόταν πιο πίσω, στην κουζίνα, και τους χαζεύε.
-Πατέρα ποιός είναι ο κύριος?
-Α ο νεαρός από εδώ είναι νεοφερμένους που υποδέχτηκε ο βασιλιάς πριν από λίγο.Εεε και έκανε βόλτα στην περιοχή σκι συναντιθήκαμε τυχέα ενώ άναβα της δάδες .
-Αα ναι εσύ είχες βάρδια σήμερα. Πίστευα ότι είναι η σειρά του κ. Σέρμαν. Λάθος μου..
+Βάρδιες?
- Δεν μου λες , ποια είναι η δεσποινίδα και γιατί είναι εδώ τέτοια ώρα?
-Πατέρα να σου συστήσω την Μελάνια. Είναι η αραβονιαστικιά μου.
+Πώς γίνεται να μην την ξέρει? Δεν την γνώρισε με προξενιό? Περίεργο...
-Από ποτέ βρε μπαγάσα και γιατί δεν μου είπες τίποτα! Άντε τις ευχές μου.
+Οι άνθρωποι που νότου ήταν λίγο πιο... πως να πω, ελεύθεροι. Αν συγκρίνω με την οικογένεια της Κριστάλια. Μπορεί να μην την γνώριζα αλλά σύγουρα θα ήταν αυστηρών αρχών. Εδώ δεν υπήρχε τέτοιος περιορισμός. Τουλάχιστον από την πλευρά του γαμπρού από ότι βλέπω.
-Άντε κάτσε νεαρέ μην ανησυχείς δεν δαγκώνουμε. Δηλαδή εκτός αν θες να μου την πάρεις. Είπε γελόντας ο νεαρός.
-Ποιοί είναι οι τρόποι σου καλέ! Σειστήσου πρώτα! Έτσι σε έχω μάθει? Είπε αυστηρά η κοπέλα από την κουζίνα καθώς μα σέρβηρε λίγο κρασί. Το σαλόνι του σπιτιού ήταν πολύ όμορφο. Είχε βέβαια και τις πινελιές από θαλασσινό "αέρα" αλλά όλα αυτά έπιπλα έδειχναν μέτρια οικονομικής τάξης. Παρόλο αυτά ήταν πολύ ευγενικοί άνθρωποι, καλοσυνάτοι.
-Καλά καλά μητέρα. Λοιπόν από εδώ είναι ο πατέρας μου Βίτχουκ, η μητέρα μου Οράντα, την αρραβωνιαστικιά μου την γνώρισες και εγώ είμαι ο Κέιπ. Μια ευτυχισμένη οικογένεια τίποτα το σπουδαίο.
+Τυχεροί. Μα και όλοι μοιάζουν μεταξύ τους. Ειδικά ο πατέρα στο γιο. Αχ κρίμα...
Κοιτόντας τους τόσο ευτυχισμένους ένιωσα να με καταπλακώνει ένα βάρος. Πολύ βαρύ. Ήταν πολύ παράξενο συναίσθημα να βλέπεις μια ολοκληρωμένη οικογένεια όταν ήξερες ότι δεν είχες ποτέ ολόκληρη και πλέον ούτε καν!
-Τι έγινε νεαρέ? Είσαι καλά. Ο κ. Βίτχουκ με πρόσεξε από ότι κατάλαβα.
-Ναι μην ανησυχείτε χαίρομαι που σας βλέπω όλους εδώ. Τιμή μου που σας γνωρίζω το όνομά μου είναι Φοινίκ
(χρησημοποιούσα το παρατσούκλι μου).
-Μήπως είναι και κάτι άλλο? Ρώτησε η αρραβωνιαστικιά του Κέιπ.
-Ναι. Δεν ήθελα βέβαια να γίνει αντιληπτό, αλλά προδόθηκα από ότι φαίνεται. Είμαι...
-Πολύ καιρό μόνος. Συμπλήρωσε ο κ. Βίτχουκ.
-Αυτό!
-Το εχω ζήσει τόσα χρόνια στην θάλασσα και ξέρω. Όσο ταξιδεύεις πιο μακριά και όσο πιο πολλά μαθαίνεις τόσο μόνος νιώθεις. Ταξιδιώτης δεν. Είσαι?
-Πέσατε μέσα. Αλλά όχι ακριβώς, είμαι κυνηγός.
-Κυνηγός?
-Ναι. Έχω βάλει σκοπό ζωής να σκοτώσω...
-Φοινίκ το κάνεις εσύ εδώ? Σε θέλει ο βασιλιάς! Ακούστηκε δυνατά μια φωνή. Ήταν η Κριστάλια. Όλοι ξαφνιάστηκαν μόλις άκουσαν την φωνή της. Ο κ. Βίτχουκ άνοιξε αμέσως την πόρτα. Η Κριστάλια μπήκε μέσα και χωρίς να χάσει χρόνο είπε:
-Τι κανείς εδώ? Σε ψάχνω εδώ και ώρα! Εκτός αυτού, έχουμε κανονίσει να πάμε για κυνήγι! Θέλει να μάθει η Ελεωνόρα πώς είναι... Αχ συγνώμη που είναι οι τρόποι μου καλημέρα σας.
+Τόσο γρήγορα πέρασε η ώρα? Κοίταξα το παράθυρο πράγματι είχε ξημερώσει.
-Άντε σε περιμένουμε! Φώναξε και έφυγε τρεχάτη.
Όλοι με κοίταξαν έκπληκτικοι. Ο μόνος που μίλησε ο
κ. Βίτχουκ λέγοντας:
-Πολύ δυναμική προσωπικότητα! Από που την γνωρίζεις? Παντός για να μπουκάρει έτσι ,σε γνωρίζει πολύ καλά...
-Ναι αυτοί και τις φίλες τις τις είχα γνωρίσει στην διαδρομή του ταξιδιού μου. Η συγκεκριμένη μάλιστα το έσκασε και από το σπίτι της.
-Μπα και τι μας λες! Να άκου καλά Κέιπ! Έτσι και δεν μου φέρεσαι καλά θα κάνω και εγώ το ίδιο! Να προσέχεις!
-Ναι ναι καλά, σε τέτοια πίστευε Μελάνια... Είπε γελόντας.
- Δεν είναι αστείο καθόλου. Τους διέκοψα. Πρέπει να το λέει η καρδιά σου για ένα τέτοιο ταξίδι. Και να συμπληρώσω ότι ήταν τυχερές που συναντιθήκαμε, γιατί αλλιώς... Ξέρω τι λέω! Λίγο πιο κάτω υπήρχαν ληστές!
-Μωρέ μπράβο! Να με καλέσεις στο γάμο σου νεαρέ! Μην το ξεχάσεις!
+Τι έχουν πάθει όλοι όμως με το ίδιο θέμα!
-Καλά μην το ελπίζεις τόσο σύντομα. Είπα καθώς έβγαινα έξω από το σπίτι. Ο κύριος Βίτχουκ με συνόδεψε. Εδώ ήθελαν να με πατρέψουν με πριγκίπισσα και αρνήθικα!
-Άκου που σου λέω εγώ! Σου είπα είμαι ναυτικός!
Έχω ένστιχτο! Κι να προσθέσω ότι είσαι για μεγάλα πράγματα φτιαγμένος! Μου απάντησε καθώς έφευγα τρέχατος για το παλάτι.
YOU ARE READING
Στα Ίχνη του Δράκου: Το Ταξίδι [1 Βιβλίο]
ActionΌταν το λάθος του ενός γίνει η σωτηρία του άλλου, τότε το ταξίδι αρχίζει. Ολόκληρη η Κάρλια βρίσκεται σε αναβρασμό. Σε όλο αυτό το σκηνικό έρχεται να προστεθεί μια ακόμα ρωγμή. Μία νύχτα και τα πανταχού δεδομένα στο Βόρειο Βασίλειο άλλαξαν ριζικά. Τ...