Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Αγάπη, Κ.Καρυωτάκης...
Έτρεχε. Λες και μια φλόγα έκαιγε τα σωθικά της, άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Άκουγε την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε θα βγει από το στήθος της. Μα δεν την ένοιαζε. Ούτε την ένοιαζε που έσπρωχνε τα σώματα των εθνικιστών και χάλαγε το πάρτι τους. Γκρέμισε και μια ντουζίνα ποτά, μα ούτε αυτό την ένοιαζε. Έτρεχε σαν κυνηγημένη. Έτρεχε να ξεφύγει από εκείνον.
Δεν πίστευε αυτό που είχε δει μπροστά της. Δεν πίστευε πως ο Ορέστης ήταν αυτός ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Είχε παραισθήσεις. Δεν εξηγούνταν αλλιώς. Όταν την είδε, πετάχτηκε επάνω και άρχισε να ντύνεται, μα εκείνη ήδη είχε εξαφανιστεί από το οπτικό του πεδίο. Τον άκουγε να την καλεί με το όνομά της, μα εκείνη έτρεχε. Έτρεχε προς την έξοδο, χωρίς να νοιάζεται για το πλήθος γύρω της.
Όταν βγήκε πια έξω, ένα ρίγος την έκανε να αρχίσει να τρέμει. Είχε πια φτάσει στην έρημη μάντρα με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και δεν ήξερε που έπρεπε να πάει. Η ματιά της έπεσε επάνω στο μαύρο επιβλητικό τζιπ που ήταν παρκαρισμένο στην αυλή, έτσι όπως το είχε αφήσει ο Μιχάλης. Από τα μάτια της πέρασαν όλα όσα είχε ζήσει τους τελευταίους πέντε σχεδόν μήνες. Οι στερήσεις, η βία, ο χλευασμός. Και τώρα αυτό... Δεν κατάλαβε πότε άρπαξε μια πέτρα και την έριξε στο μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου. Και μετά έριξε και δεύτερη. Το τζάμι δεν έσπαγε με τίποτα. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Τα σκούπισε με μανία και άρχισε να ρίχνει πάλι μέχρι και χαλίκια.
Όταν άκουσε φωνές πίσω της, άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προσπαθούσε στα τυφλά να βρει την έξοδο. Ήθελε απλώς να φύγει, να πάει οπουδήποτε εκτός από το να μείνει εκεί. Ας την πιάνανε οι διώκτες του πατέρα της, ας έμενε άστεγη, όχι εδώ όμως. Όχι άλλο... Όχι κοντά του.
Η πύλη ήταν ψηλή και σκουριασμένη. Στα μάτια της φαινόταν σαν σωτηρία, όπως αυτή η καταραμένη βάρκα πριν από τρία χρόνια. Λίγα βήματα τη χώριζαν από την ελευθερία. Λίγα. Όταν όμως το σώμα της συγκρούστηκε με την μεγάλη αυλόπορτα, συνειδητοποίησε πως ήταν κλειδωμένη. Έμεινε κολλημένη εκεί πάνω, κλαίγοντας, με τις γροθιές της να επιτίθενται στο ατσάλι. Ένα κορίτσι αδύναμο εμπρός σε μια πανύψηλη πελώρια πόρτα.. τι μπορούσε να κάνει; Έμεινε κρεμασμένη εκεί πάνω, χτυπώντας με μανία την πόρτα, ζητώντας βοήθεια από κάποια ανώτερη δύναμη, από κάποιον περαστικό, από οποιονδήποτε. Τα βήματα και οι φωνές πίσω της εντάθηκαν.
KAMU SEDANG MEMBACA
Μικρή Βαλίτσα
RomansaΤους μισούσε... Τους μισούσε όλους ανεξαιρέτως ο Ορέστης. Μαζί με τον καλύτερο του φίλο, του είχαν στερήσει την ανθρωπιά, τη συνείδηση, την ελευθερία. Η εκδίκηση τον βασάνιζε και ο σκοπός της ζωής του είχε γίνει πια ένας: να καταστρέψει οτιδήποτε ξέ...