24. Αγκάθια

305 35 6
                                    


24. Αγκάθια

«Τι είπες ρε;»

Είχε πεταχτεί όρθιος και κοίταζε μανιασμένος τον νέο που στεκόταν μπροστά του που του έλεγε ότι η Νιλ, η κοπέλα που το προηγούμενο βράδυ είχε προκαλέσει ταραχή, δεν ανέπνεε...

«Αλήθεια είναι. Δεν ξέρω... Νομίζω είναι... είναι πεθαμένη...»

Μέσα σε μια μόνο στιγμή έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε από το γραφείο στην άλλη άκρη του δωματίου και άρπαξε τον άλλον από τη μπλούζα. Στα μάτια του νεαρού που στεκόταν μπροστά του έμοιαζε τρομακτικός, έτσι όπως οι φλέβες πετάγονταν από τα μηνίγγιά του.

«Τι της κάνατε; Ε; Θα σας θάψω ζωντανούς. Τι της κάνατε;»

«Τίποτα,» τραύλισε ο άλλος προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Ορκίζομαι, Ορέστη. Ορκίζομαι. Εγώ κλείδωσα εχθές και εγώ ο ίδιος άνοιξα σήμερα. Δεν έγινε τίποτα. Θα μπλέξουμε. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι.»

Το μυαλό του είχε θολώσει. Τα πόδια του έτρεμαν και η καρδιά του είχε χρόνια να χτυπήσει τόσο δυνατά ... Είχε σχεδόν ανέβει στο λαιμό του και πάσχιζε να βγει από το στόμα του. Πριν καν αφήσει τον νεαρό να ολοκληρώσει τα λόγια του, κατέβαινε στο υπόγειο. Έτρεχε και είχε ιδρώσει ολόκληρος. Ο άλλος τον ακολουθούσε λαχανιασμένος, ενώ τρεις άλλοι ακόμη περίμεναν στον κάτω όροφο εξίσου ανήσυχοι.

«Κάνε κάτι, Ορέστη. Θα μας πάνε φυλακή όλους αν έπαθε κάτι. Θα έρθουν τα κανάλια. Θα μας πιάσουν. Ας την πάμε κάπου. Να μην βρουν το πτώμα της εδώ μόνο. Σε παρακαλώ.»

«Βούλωσέ το επιτέλους!»

Το πρόσωπό του έμοιαζε απολιθωμένο έτσι όπως είχε χάσει το χρώμα του. Κάθε κίνηση, κάθε βήμα, κάθε αναπνοή τον έκαναν να τρέμει από αγωνία. Δεν ήταν δυνατόν... Δεν μπορούσε να είχε συμβεί αυτό...

«Ορέστη...,» του είπε ένας από τους άλλους άνδρες που στεκόταν έξω από τη σιδερένια πόρτα, μα εκείνος ούτε τον άκουγε, ούτε τον έβλεπε. Τους παραμέρισε και μπήκε στο υπόγειο, που δεν ήταν σκοτεινό ως συνήθως.

Είδε το σώμα της στη βάση της σκάλας να κείτεται ακίνητο. Από πάνω στεκόταν δυο δικοί του, ο Γιώργος και ένας άλλος με παρόμοιο σωματότυπο και ενδυμασία. Οι ξένες γυναίκες είχαν μαζευτεί κουβάρι όλες μαζί στην άλλη άκρη του δωματίου και δεν τολμούσαν να κινηθούν, μαρμαρωμένες από το θέαμα και την παρουσία των ανδρών. Ο ένας από αυτούς κλώτσησε με το πόδι του το δικό της, μα εκείνο παρέμεινε ακίνητο και ανεπηρέαστο.

Μικρή ΒαλίτσαTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon