Βρισκόμουν στο ίδιο μέρος οπως και την προηγούμενη φορα. Ήξερα ότι κοιμάμαι και ήξερα γιατί δεν βρίσκομαι και εγώ στην απέναντι όχθη.
-Μαμά, άρχιζα να φωνάζω, ήμουν σίγουρη ότι είχε τις απαντήσεις που έψαχνα.
Σε λίγο είχε ξεπροβάλει στην απέναντι όχθη η φιγούρα της. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα μια παλάμη πάνω από το γόνατο και τα μαλλια της ήταν πιασμένα σε μια μακρυά πλεξούδα. Ήταν τόσο όμορφη.
-Μαμα ξέρω ότι υπάρχει λόγος που είμαι εδώ το ξέρεις και εσύ.
-Και φυσικά κορίτσι μου, ο λόγος είναι από πίσω μου, είπε από την απέναντι πλευρά της λίμνης.
Έκανε ένα βήμα στα δεξιά και εμφανίστηκε αυτός. Φορούσε ένα άσπρο τζιν με μια καταλευκη μπλούζα. Τα μαλλιά του έδειχναν να στέκονται σταθερά πάνω στο κεφάλι του και όχι ανέμελα όπως παλιά.
-Μάνο, γιατί είσαι σε αυτή την πλευρά? Ρώτησα έκπληκτη. Εγώ ευθύνομαι γι'αυτό ? Συμπλήρωσα με θλιμμένο ύφος
-Μην αισθάνεσαι ενοχή. Εγώ φταίω που το έσκασα απο την κλινική . Αναστασία, χαμόγελα! Είμαι καλά, δεν φταις σε τίποτα με ακούς? Η φωνή του απαλή σαν μικρά κύματα χαλάρωσης.
-Δεν ήθελα να έχουμε αυτή την κατάληξη. Έπρεπε να βρούμε τον δρόμο μας και να συνεχίσουμε τις ζωές μας χωρίς απώλειες.
-Εδώ είναι πολύ όμορφα, είμαι χαρούμενος πια. Τώρα ξυπνά και χαμόγελα. Πες στον Αλέξη ότι τον αγαπάς και ζήσε όπως εσύ θες. Εγώ και η μητέρα σου θα σε χαζεύουμε από εδώ. Μου χάρισαν και οι δυο από ένα χαμογελο και εξαφανίστηκαν.
+
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τριγύρω. Εβλεπα θολά απο τα δάκρυά.Αγγιξα το πρόσωπο μου με τα δάχτυλα μου και τα σκουπισα, αλλά κάποια κυλούσαν ανενόχλητα στα ροδοκοκκινα μάγουλα μου.
Ημουν στο δωμάτιο μου. Ένα αγόρι καθόταν στο γραφείο μου.-Αλέξη? Ανασηκωθηκα απο το κρεβάτι μου αργά και κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο.
-Αναστασία, είσαι καλύτερα? Με ρώτησε και ήρθε δίπλα μου.
-Ναι, απλώς θέλω μια χάρη, ειπα κοιτάζοντας τον στα μάτια, πόσο όμορφα ήταν.
-Πες μου.
-Αύριο που είναι η κηδεία του Μάνου θα μπορέσουμε να πάμε? Ρώτησα και στο μυαλό μου έφερνα την μορφή του,ήταν τόσο ήρεμος και διαφορετικός.
-Ναι, αλλά είσαι σίγουρη?ο Αλέξης για πρώτη φορά δίστασε.
-Αλέξη, ήταν καλό παιδί και ως αφορμή την κηδεία του θέλω να δω και τον τάφο της μητέρας μου. Ένιωσα ότι οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Εγώ ήμουν η σίγουρη και ο Αλέξης ο μπερδεμένος.
-Έχεις αρκετό καιρό να πας? Με ρωτησε με τον ίδιο τονο.
-Ήμουν μικρή όταν πήγα, άρχισα να λέω κοιτώντας το άπειρο. Κρατούσα κακία στην μητέρα μου θυμάμαι, την κατηγορούσα γιατί ο μπαμπάς μου ήταν στεναχωρημένος μετά τον θάνατο της. Την κατηγορούσα γιατί έφυγε και μας άφησε μόνους μας από τόσο νωρίς . Την κατηγορούσα γιατί δεν είχα και εγώ μια μάνα να μου χτενιζει τα μαλλια και να μου λέει παραμύθια. Και τώρα, άρχισα να κλαίω, και τώρα μου λείπει και αισθάνομαι ενοχή για τις άδικες κατηγορίες που της χρέωνα εγω κάθε λεπτό.
Άφησα το ξεσπά μου να βγει στο φως μέσα στην αγκαλιά του Αλέξη. Μου χάιδευε τα μαλλια και άφηνε κάθε σταγόνα από τα δάκρυά μου να βρίσκει μια θέση στην μαύρη του μπλούζα.
-Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα, ήσουν ένα μικρό κορίτσι και σκεφτόσουν με ένα παιδικό μυαλό. Η μητέρα σου θα ειναι περήφανη με τις επιτυχίες σου, δήλωσε και ανασηκωσε το κεφάλι μου σκουπίζοντας τρυφερά τα δάκρυά μου.
-Αλέξη, σε αγαπάω, τραυλισα και τον αγκάλιασα σφιχτά, μπορούσα να καταλάβω την αμηχανία του, αλλά αυτή την στιγμή ειχα ανάγκη να εκφράσω τα συναισθήματά μου.
-Ξέχασα να σου πω, ο μπαμπάς σου πήγε στο τμήμα, κάτι σημαντικό έγινε από ότι κατάλαβα. Προσπάθησε να το αποφύγει για να κάτσει μαζι σου, δεν ήθελε να σε αφήσει μονη,αλλά μάλλον θα ήταν κάτι επείγον.
-Θα μου εξηγήσει όταν έρθει λογικά , Είπα βγαίνοντας από την αγκαλιά του. Αλέξη, πάμε στο βουνό? Συμπλήρωσα.
-Κάνει κρύο, μπορεί να αρρωστήσεις, ένιωθα υπερβολική προστασία στον αέρα.
-Θα ντυθώ καλά, σε παρακαλώ! Άρχισα να τον παρακαλάω.
-Καλά πήγαινε να ετοιμάστεις και θα σε περιμένω κάτω, είπε και έφυγε από το δωμάτιο.
Σηκώθηκα απο το κρεβάτι και πήγα προς την ντουλάπα, διάλεξα μια πλεκτη άσπρη μακριά μπλούζα και ένα μαύρο τζιν, έπιασα τα μαλλια μια μια πλεξούδα και κοίταξα το παράθυρο. Ήταν βράδυ και ο ουρανός στολισμενος με αστέρια. Αν η μητέρα μου και ο Μάνος είναι δύο αστέρια εκεί ψηλά ελπίζω να μην σταματήσουν ποτέ να λάμπουν. Κατέβηκα κάτω και χωρίς να πούμε λέξη ο ένας στον άλλον πήγαμε στο αμάξι και σε λίγο είχαμε φτάσει στο βουνό.
-Αλέξη, κρυώνω, παραπονεθηκα ενώ καθίσαμε στο σημείο μας.
-Που είναι το μπουφάν σου? Με ρώτησε ενώ καθόταν δίπλα μου.
-Το ξέχασα, μουρμούρισα και με έβρισα από μέσα μου.
-Χαζό, πάρε το δικό μου, είπε και έβγαλε το δερμάτινο του μπουφάν από πάνω του με αποτέλεσμα να μείνει με μια λεπτή μαύρη μπλούζα.
-Μα θα κρυωνεις, Είπα καθως μου έβαζε το μπουφάν του.
-Είμαι θερμός άντρας εγώ γατάκι, άρχισε να γελάει μόνος του με αποτέλεσμα να φανούν τα άσπρα δόντια του.
Πήγα κοντά του και τον κοίταξα στα μάτια, του έδινα ότι είχα μέσα μου με αυτό το κοίταγμα, ήμουν σίγουρη ότι δεν θα με πληγώσει , πήγα πιο κοντά του και ενωσα τα χείλια μας σε ένα γλυκό φιλί κάτω από το λιγοστό φως των αστεριών.
ESTÁS LEYENDO
Let's Play My Game
Novela Juvenil-Εγώ μικρή μου δεν ερωτεύομαι, μόνο με ερωτεύονται.Kαι ξερω, οτι εισαι ερωτευμενη μαζι μου, είπε και ήρθε υπερβολικά κοντά μου, σε απόσταση αναπνοής. -Ξέρεις, ότι μπορώ να σε κάνω να με ερωτευτείς, απάντησα κοιτάζοντας τα γαλάζια μάτια του , χωρίς...