Κεφάλαιο 3

181 20 31
                                    

Οι μήνες πέρασαν.

Τα λουλούδια είχαν ανθίσει στα μπαλκόνια και τα πάρκα της πόλης. Ο ήλιος έκαιγε τα μάγουλα σου. Κοίταξα τον ουρανό και διαπίστωσα ότι σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από τα κεφάλια μας.

Συνέχισα να περπατάω στους γεμάτους, από κόσμο, δρόμους.

Μετά από, περίπου, δεκαπέντε λεπτά περπάτημα έφτασα στο κτήριο όπου στεγαζόταν το Πανεπιστήμιο. Προχώρησα στο εσωτερικό με αργά βήματα και κατεβασμένο το κεφάλι. Το χώμα ήταν νωπό και ο αέρας παγωμένος. Κάθισα στο παγκάκι δίπλα μου και τύλιξα τα μπράτσα μου γύρω από το σώμα μου. Η ζακέτα που σκέπαζε την πλάτη μου ήταν λεπτή, με αποτέλεσμα το κρύο να διαπερνάει το ύφασμα και να καρφώνει το σώμα μου.

"Είσαι καλά;" ακουσα μια φωνή και τινάχτηκατινάχτηκα τρομαγμένη.

Ο Κωστής κάθισε δίπλα μου και ακούμπησε τη θερμή παλάμη του στον ώμο μου.

"Ναι, μια χαρά" απάντησα χωρίς να τον κοιτάξω.

"Κρυώνεις;" ρώτησε και μετακινήθηκε μερικά εκατοστά προς το μέρος μου.

"Όχι, εντάξει" απάντησα και σηκώθηκα βιαστικά.

"Που πηγαίνεις;" ρώτησε και το χέρι του γλίστρησε από πάνω μου.

"Έχω μάθημα" φώναξα καθώς είχα ήδη φύγει.

[...]

Οι ώρες μου είχαν τελειώσει. Μάζεψα τα πράγματα μου και κατέβηκα αργά τις σκάλες. Βγηκα από το κτήριο και ένιωσα τις ψιχάλες της βροχής να πέφτουν στο λευκό δέρμα μου. Πέρασα τη σιδερένια πόρτα και πάγωσα στη θέση μου. Μία κοπέλα με μακριά, κάστανα μαλλιά είχε αγκαλιάσει με τα μικροσκοπικά χέρια της γύρω από τη μέση του Κωστή. Τα χέρια του πίεζαν το κεφάλι της στα χείλη του. Κατάπια. Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα να περπατάω.

"Ίφη" άκουσα τη φωνή του και γύρισα με ένα ψεύτικο χαμόγελο.

"Τι;" ρώτησα και πλησίασε κοντά μου.

"Θες να σε πάω σπίτι;" πρότεινε και τοποθέτησε τα χέρια του στις τσέπες μου.

"Όχι" αρνήθηκα "Προτιμώ να πάω με τα πόδια".

Απομακρύνθηκε μέχρι να χαθεί από τα μάτια μου. Συνέχισα να περπατάω αλλά η βροχή είχε δυναμώσει. Τα βρεγμένα ρούχα μου είχαν κολλήσει στο σώμα μου.

"Μπες μέσα" διέταξε ο Κωστής.

Είχε το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο ακουμπούσε στο κατεβασμένο παράθυρο.

"Είπα θα περπατήσω" είπα και ένιωσα να ανατριχιάζω.

"Και εγώ είπα μπες μέσα" είπε πιο έντονα αυτή τη φορά.

"Καλά" είπα και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού.

Κάθισα αναπαυτικά στο κάθισμα και ξεκίνησε τη μηχανή.

"Μένω-" με διέκοψε.

"Δεν έχει σημασία" είπε χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον δρόμο.

"Σπίτι δεν πάμε;" ρώτησα και γύρισα να τον κοιτάξω.

"Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο" δήλωσε και κατέβασε το δεξί του χέρι στις ταχύτητες.

"Άσε με να πάω σπίτι σε παρακαλώ" είπα αλλά δεν απάντησε.

Κοιτούσα το δρόμο από το παράθυρο σε όλη τη διαδρομή.

Τελικά, φτάσαμε σε μια ερημική παραλία. Βγηκα έξω και η βροχή ήταν πιο δυνατή. Χτυπούσε το δέρμα μου.

"Βρέχει" είπα και κατέβασα τα μανίκια της ζακέτα μου ως τα δάχτυλα.

"Το ξέρω" απάντησε και συνέχισε να περπατάει.

Το γκρι μπλουζάκι του είχε κολλήσει στο γυμνασμένο σώμα του και τα μαλλιά του είχαν βραχεί αρκετά. Τον ακολούθησα ως ένα ξύλινο υπόστεγο. Κάθισε στο πάτωμα και το ίδιο έκανα κι εγώ.

Angelic Touch Where stories live. Discover now